Πληροφορίες
Ο συλλέκτης Βαγγέλης Νικόπουλος επανακάμπτει, λίγα μόνο χρόνια μετά την επιμέλεια του ογκώδους Γρεβενά, Ογδόντα χρόνια φωτογραφίες, 1895-1975 (2012), με ένα νέο εκδοτικό πόνημα για τον γενέθλιο τόπο του, επιβεβαιώνοντας ότι η έρευνα της ιστορικής φωτογραφίας σπάνια μπορεί να θεωρηθεί καταληκτική. Η καινούργια έκδοση περιέχει φωτογραφίες των Γρεβενών από το διάστημα 1912-1940, εποχή διαδοχικών πολέμων, τοπικών και παγκόσμιων, εδαφικών ανακατατάξεων και εξαναγκασμένων μετακινήσεων πληθυσμών, θριαμβευτικών απελευθερώσεων και τραγικών διαψεύσεων. Πρόκειται για μια περίοδο στην οποία η σκιά της Ιστορίας πλανήθηκε βαριά πάνω από την ελληνική επικράτεια.
Η πλούσια ιστορική τεκμηρίωση που συνοδεύει ως επίμετρο το, συχνά ανέκδοτο, φωτογραφικό υλικό του Νικόπουλου, πλέκει τα ευρύτερα ιστορικά συμφραζόμενα με τα στενότερα τοπικά.
Γρεβενά 1912-1940
Φωτογραφικά Ντοκουμέντα & Τεκμήρια
Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται οι ιστορικές φωτογραφικές εκδόσεις που εστιάζουν σε διάφορες περιοχές, περιόδους ή θέματα. Ίσως έτσι υπογραμμίζεται η ανάγκη να διατηρηθεί η μνήμη που πλέον εξασθενεί μέσα στην κλιμακούμενη πλημμύρα δεδομένων, με την οποία όλα μοιάζουν να ξεδιπλώνονται σ’ έναν πυκνό ενεστώτα διαρκείας. Ίσως πάλι η ιστορική φωτογραφία και η απεικόνιση μιας συνεκτικής κοινότητας να αποκτούν δημοτικότητα χάρη στη ρευστότητα της παγκοσμιοποίησης και της ταχείας αλλά αόριστης τεχνολογικής φυγής προς τα εμπρός. Τα, ασπρόμαυρα κατά βάση, αυτά φωτογραφικά λευκώματα πληθαίνουν σε μια εποχή που η ζωηρόχρωμη εικόνα μοιάζει να αποτελεί πλέον παγκόσμια σταθερά, ακόμη κι όταν η αληθινή ζωή προβάλλει απειλητικά μονόχρωμη. Η φωτογραφία όμως υπήρξε πάντα ένα ιδιόρρυθμο μέσον. Ασκήθηκε διαχρονικά από ανθρώπους με ετερόκλητες ιδιότητες, δεξιότητες και στοχεύσεις: πλανόδιους, επαγγελματίες, ερασιτέχνες, στρατιωτικούς, ιεραπόστολους, διερχόμενους εμπόρους, τουρίστες, καλλιτέχνες, κατασκόπους. Η ευχέρεια στη λήψη, διάχυση και αναπαραγωγή της καθιστά πρακτικά αδύνατο να εκτιμηθεί ο αριθμός των φωτογραφιών που έχουν δημιουργηθεί σε έναν τόπο, οι οποίες αναδύονται απρόοπτα στον αφρό της δημοσιότητας, αξιώνοντας τη σχετική προσοχή. Ο συλλέκτης Βαγγέλης Νικόπουλος γνωρίζει καλά αυτή την πραγματικότητα. Γι’ αυτό ίσως επανακάμπτει, λίγα μόνο χρόνια μετά την επιμέλεια του ογκώδους Γρεβενά, Ογδόντα χρόνια φωτογραφίες, 1895-1975 (2012), με ένα νέο εκδοτικό πόνημα για τον γενέθλιο τόπο του, επιβεβαιώνοντας ότι η έρευνα της ιστορικής φωτογραφίας σπάνια μπορεί να θεωρηθεί καταληκτική. Η καινούργια έκδοση περιέχει φωτογραφίες των Γρεβενών από το διάστημα 1912-1940, εποχή διαδοχικών πολέμων, τοπικών και παγκόσμιων, εδαφικών ανακατατάξεων και εξαναγκασμένων μετακινήσεων πληθυσμών, θριαμβευτικών απελευθερώσεων και τραγικών διαψεύσεων. Πρόκειται για μια περίοδο στην οποία η σκιά της Ιστορίας πλανήθηκε βαριά πάνω από την ελληνική επικράτεια. Η πλούσια ιστορική τεκμηρίωση που συνοδεύει ως επίμετρο το, συχνά ανέκδοτο, φωτογραφικό υλικό του Νικόπουλου, πλέκει τα ευρύτερα ιστορικά συμφραζόμενα με τα στενότερα τοπικά.
Το λεύκωμα ξεκινά με ένα σπάνιο πανόραμα από το τέλος της οθωμανικής περιόδου, που αναδεικνύει την τοπογραφία των Γρεβενών. Οι τοπιογραφικές απόψεις, βέβαια, δεν ήταν κανόνας εκείνη την εποχή στη φωτογραφία καθώς, παρά τη σταδιακή διείσδυση του θέματος μέσα από τη σταδιακή άνοδο της καρτ-ποστάλ, το τοπίο δεν είχε ακόμη αποκτήσει ερείσματα στην ελληνική ενδοχώρα, ήταν ακόμη κατά μια έννοια ‘αθέατο’ στο φακό. Κυριαρχούσε το πορτραίτο, η ανάγκη ακριβούς επιβεβαίωσης της ύπαρξης. Το τοπίο συμπλήρωνε συχνά κατάλληλα το χωρικό πλαίσιο γύρω από την ανθρώπινη μορφή, ως δευτερεύον, ασυνείδητο θέμα, όπως δείχνει το πορτραίτο των Βαλαάδων (εξισλαμισμένων Ελλήνων), σ’ ένα ξέφωτο στην ανατολική είσοδο της πόλης. Ο ανοιχτός χώρος, άλλωστε, ήταν το σκηνικό των περισσότερων πορτραίτων της περιόδου στην επαρχία: χωρικοί και χωροφύλακες, μάστορες και αστοί, στρατιώτες και οικογένειες, αγρότες και μαθητές, στήνονταν απέναντι σε φτηνούς, τσαλακωμένους μπερντέδες. Συνήθως ήταν απλά ένα κάπως αδέξια τεντωμένο, μονόχρωμο πανί, που δεν κάλυπτε πλήρως ούτε το διαφαινόμενο πεδίο της λήψης. Οι απεικονίσεις ήταν λιτές, ενίοτε πρόχειρες αλλά αφοπλιστικά άμεσες, διαφέροντας αισθητά από τον εκλεπτυσμένο διάκοσμο και τις έντεχνες πόζες των αστικών στούντιο. Τα πρόσωπα λόγω της παρατεταμένης εκφώτισης δείχνουν συχνά σφιγμένα, αμήχανα απέναντι στον αινιγματικό νεωτερισμό της κάμερας, ατάραχα παρότι την εποχή συγκλόνιζαν η βία και οι ραγδαίες εξελίξεις. Το ανακλαστικό σχεδόν χαμόγελο προς το φακό τα χρόνια που ακολούθησαν μαρτυρά την πιο στιγμιαία πλέον διάρκεια της λήψης, την εξοικείωση με την ανώδυνη διαδικασία και τους καρπούς της. Στα πορτραίτα αυτά συμβιώνουν τακτικά με παράξενο τρόπο οι τοπικές και οι αστικές ενδυμασίες, σε μια υφέρπουσα διαμάχη ανάμεσα στην παράδοση (σμιλεμένη στο πέρασμα του χρόνου αλλά αργή στην εξέλιξη) και τη μοντέρνα ζωή (αστραφτερή και διαρκώς επιταχυνόμενη). Η φωτογραφία άλλωστε εγκλωβίστηκε από την αρχή σε ένα οξύμωρο: νεωτερική από τη φύση της η ίδια, αγκάλιαζε γοητευμένη κάθε πτυχή σχεδόν της παράδοσης, καταγράφοντας σχολαστικά και εμμονικά όλα σχεδόν όσα προορίζονταν να χαθούν στον ταχύ βηματισμό της εξέλιξης.
Η επιλογή του Νικόπουλου περιλαμβάνει και Γρεβενιώτες της διασποράς, όπως φανερώνει το έντεχνο πορτραίτο της οικογένειας Χριστόδουλου Λαδά στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (1913), που αποπνέει τον κοσμοπολίτικο αέρα της ελληνικής παροικίας και στο οποίο τα παιδιά, με τις στολές τένις που δηλώνουν αστική σχόλη, φωλιάζουν στο προστατευμένο μεταφορικά κέντρο της σύνθεσης. Σε άλλο πνεύμα, το φόντο στο πορτραίτο του Μπεκήρ Αγά κοσμεί ένα ζωγραφισμένο δάσος, κλασικό μοτίβο της ευρωπαϊκής ζωγραφικής που ολίσθησε ως σύμβαση στα φωτογραφικά στούντιο του 19ου αιώνα και από εκεί, με τους πλανόδιους επαγγελματίες της κάμερας, στα καλντερίμια των πόλεων. Στο ομαδικό πορτραίτο όπου ο Μπεκήρ Αγάς ποζάρει με πρόκριτους και άτακτους καπεταναίους, το δασώδες φόντο εμπλουτίζει μια αρχαία κολόνα, στοιχείο με βαρύ ιδεολογικό φορτίο στη νεοελληνική συνθήκη, που προσκαλεί έμμεσα τη φυσικοποίηση της ιστορίας. Από τα Γρεβενά ως το μικρασιατικό μέτωπο, το ζωγραφισμένο δάσος στο φόντο μοιάζει με καμβά που ενοποιεί τα βαθιά χάσματα της γεωγραφίας και της κοινωνίας, μπροστά από τον οποίο παρελαύνουν ετερόκλητες ατομικότητες.
Στο ομαδικό πορτραίτο των στρατιωτών μετά την απελευθέρωση του 1912, αντίστοιχα, οι άντρες μοιάζουν να ξαπλώνουν στη γη σχεδόν θριαμβικά, ασκώντας το κτητικό δικαίωμα του νικητή. Τα φυσεκλίκια και οι ξιφολόγχες γειτνιάζουν στις σελίδες με την ωμή διείσδυση των αστικών τρόπων, αναγορεύοντας τη φωτογραφία σε ληξίαρχο της κοινωνικής και ιστορικής μεταβολής, της τοπικής ιδιαιτερότητας. Άλλες φωτογραφίες φανερώνουν την παρουσία στην περιοχή της στρατιάς της Ανατολής, καθώς η βουή της Ιστορίας σκέπαζε την πόλη και οι ακροβολιστές της Σενεγάλης έκαναν αργόσχολες βόλτες στις πλατείες της. Χαρακτηριστικό είναι ακόμη το νεκρικό πορτραίτο θύματος της Ισπανικής γρίπης του 1918. Το πορτοφόλι στα σταυρωμένα χέρια της νεαρής γυναίκας μοιάζει με κατευόδιο, ενώ από αυτούς που έχουν έρθει να την αποχαιρετήσουν κάποιοι ατενίζουν στο πρόσωπό της την παγερή ωχρότητα του θανάτου, και άλλοι στρέφονται προς το φακό, την εικονική δηλαδή διέξοδο από το αμετάκλητο. Η επιμνημόσυνη απαθανάτιση σημειωνόταν βέβαια σε μια εποχή που οι άνθρωποι, ειδικά μακριά από την πόλη, δεν διέθεταν εικονικά τεκμήρια του εαυτού τους. Λιγότερο ίσως καταγράφεται λοιπόν εδώ ως σπαρακτικό γεγονός ο πρόωρος θάνατος και περισσότερο προβάλλει η αναγκαιότητα να διασωθεί, σχεδόν τελετουργικά, η μορφή αυτού που έχει οριστικά δύσει.
Η πλατεία Αγοράς, μετέπειτα Αιμιλιανού Γρεβενών, προβάλλει και σ’ αυτό το λεύκωμα ως κύρια εστία αναμνηστικής φωτογραφίας ή καταγραφής γεγονότων και συγκεντρώσεων, όπως φανερώνουν οι μαθητές και ευζωνοπρόσκοποι τα παιδικά πρόσωπα των οποίων αγωνίζονται να χωρέσουν στο κάδρο με την προτομή του μαρτυρικού μητροπολίτη. Πρόκειται για τα εντυπωσιακά εκείνα ομαδικά πορτραίτα στα οποία όλοι αναζητούν θέση στο μητρώο της χάρτινης αιωνιότητας, με το τίμημα όσων είναι ζωηροί να αποτελεί ένα κουνημένο είδωλο. Σε αρκετά από αυτά διακρίνονται μικρές, ουσιώδεις λεπτομέρειες στα βλέμματα, στις χειρονομίες, στην ανεμελιά με την οποία οι άνθρωποι αγγίζονται, την αθέατη αρχιτεκτονική στο ομαδικό στήσιμο. Σε μια ομαδική γαμήλια φωτογραφία του 1930 οι άνθρωποι τανύζονται και σκαρφαλώνουν για να βρεθούν εντός φωτογραφικού πεδίου, να αφήσουν ένα λίγο ή πολύ ευδιάκριτο ίχνος. Σε άλλη αλληλουχία εικόνων προβάλλει το φόρτωμα της προίκας, η ορχήστρα χάλκινων, η κορύφωση του γλεντιού που χαλαρώνει πρόσκαιρα τα αυστηρά κοινωνικά όρια. Αλλού, σε μια αφήγηση που είναι γενικά αλλά όχι απόλυτα χρονολογική, το αστυνομικό απόσπασμα γειτνιάζει με τον πρώην Μακεδονομάχο και λήσταρχο, που έχοντας συντροφιά το όπλο, τη γκλίτσα και το κομπολόι, αφήνει το βλέμμα να χαθεί μακριά, σε έναν ασαφή αναστοχασμό ίσως για την απόσταση που χωρίζει το σκοπό από την πρακτική. Στην επόμενη φωτογραφία, αναζητώντας σχεδόν δημόσια επιβράβευση, μέλη άλλου αποσπάσματος ποζάρουν με το κομμένο κεφάλι κάποιου λήσταρχου. Ήταν η εποχή που ο νόμος για να παγιώσει την ισχύ του εικόνιζε με αυθάδεια την ωμή βία, χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις. Και φυσικά στο λεύκωμα ανευρίσκονται πορτραίτα ομαδικών συνεστιάσεων με παρέες και οικογένειες γύρω από κάποιο εορταστικό τραπέζι, στο οποίο κάποιοι υψώνουν ευδιάθετα τα μουσικά όργανα ή τα ποτήρια προς το άδηλο μέλλον. Άλλοι, πιο καχύποπτοι, συλλαμβάνονται απλά σκυθρωποί.
Ανάμεσα σε ατομικά πορτραίτα επωνύμων και ανωνύμων, κληρικών και βουλευτών, διακρίνονται φωτογραφίες αντρών με παλτό σε χωράφια, σε σχηματισμούς γύρω από δέντρα ή πάνω σ’ αυτά. Εδώ αναδύεται πάλι η αντίθεση της αγροτικής ζωής με τους αστικούς τρόπους, σαν ένα εκκρεμές που ταλαντώνεται ανάμεσα σε δυο άκρα. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι φωτογραφίες από πικ-νικ στην όχθη του ποταμού ή σε εξοχικά μέρη όπου ζευγάρια χορεύουν με τη συνοδεία μουσικής γραμμοφώνου. Σε μια άλλη φωτογραφία τέσσερις άντρες με κοστούμια, καπέλα υπό μάλης και φόντο την πόλη, στρέφουν το κεφάλι συγχρονισμένα προς την ίδια κατεύθυνση, σε μια αυθόρμητη μάλλον σκηνοθετική παρόρμηση. Σε πολλές τέτοιες φωτογραφίες κυριαρχεί μια αίσθηση ανοιχτωσιάς, καθώς τα κοινωνικά δεσμά ήταν αυστηρά, αλλά ο χώρος έμοιαζε φυσικός και απεριόριστα διαθέσιμος. Η εξίσωση σήμερα έχει μεταβληθεί δραστικά: τα δεσμά είναι πιο χαλαρά, αλλά ο χώρος πολύ λιγότερο διαθέσιμος και ακόμη λιγότερο φυσικός, σαν οι δυο συνθήκες να αντιστρατεύονται η μια την άλλη.
Μια άλλη σειρά υπαίθριων λήψεων εστιάζει σε φορτηγάκια και αυτοκίνητα εποχής, φορτωμένα με μπαούλα, σταθμευμένα σε στρατιωτικές ή πέτρινες γέφυρες, όπως η τοξωτή του ποταμού Βενέτικου, συνοδεία ανθρώπων που ποζάρουν μέσα στην άγρια ομορφιά του τοπίου με τους μεγάλους βράχους και τις παιγνιώδεις αντανακλάσεις. Η σειρά κορυφώνεται μάλλον στη φωτογραφία από την πλατεία της Σαμαρίνας το 1932 όπου εικονίζεται το πρώτο αυτοκίνητο που έφτασε στην κοινότητα, περικυκλωμένο ασφυκτικά από περίεργους, σχεδόν αποκλειστικά άντρες. Η μηχανική δύναμη ερχόταν να αλλάξει ταχύτητα στη ζωή, να μικρύνει τις αποστάσεις, να γκρεμίσει τα αόρατα τείχη που κρατούσαν τις κοινότητες κλειστές. Ο κόσμος γινόταν απεριόριστα όσο και απατηλά διαθέσιμος.
Οι πόζες, λιγότερο ή περισσότερο στημένες, διατρέχουν όλο τον κύκλο του χρόνου, από την έξαψη του καλοκαιριού μέχρι τα εύθυμα παιχνίδια στο χιόνι. Όμοια, περιλαμβάνουν τυπικές φωτογραφίες ή άλλες ασυνήθιστες, όπως τα στημένα πορτραίτα με τις μαθητευόμενες μοδίστρες στην υφαντική προεργασία, εκείνο του καλοντυμένου τσιφλικά που κοιτάζει στοχαστικά και με αέρα επιβολής έξω από την εικόνα ή οι γυμναστικές επιδείξεις του 1933 σε ένα γυμνό χώρο, όπου παιδιά και ενήλικες συγκεντρώνονται γύρω από ένα τραπέζι με έπαθλα. Αλλού προβάλλει η αντίθεση ανάμεσα στο χωματόδρομο της πόλης και τα ανεγειρόμενα εμπορικά καταστήματα, τους φορείς μύησης στις καινούργιες μόδες. Κατά μια έννοια, όλη η φωτογραφία ως μέσον μπορεί να ιδωθεί εναλλακτικά ως απεικόνιση (και συγχρόνως επικύρωση) της πληθώρας τρόπων με τους οποίους η αστική νεωτερικότητα εξαπλώθηκε παντού, ως πρακτική και ιδεολογία, αλλάζοντας το τοπίο, την κοινωνία, τα πάντα, διαχέοντας την αύρα του μητροπολιτισμού, όπως προδίδει το «Μικρό Παρίσι» ως τίτλος τοπικού καφενείου. Το λεύκωμα μοιάζει λοιπόν, έστω ακούσια, να αφηγείται πώς η παραδοσιακή συνθήκη πέρασε μέσα από τις συμπληγάδες της Ιστορίας για να συναντήσει το πεπρωμένο του μοντερνισμού, που εξαπλώνονταν όχι ως καταλύτης συναίρεσης, αλλά ως μοχλός κατάργησης και ολικής ανατροπής.
Αν αυτό ευσταθεί, τότε η ιστορική φωτογραφία μοιάζει με ένα τεράστιο, διακεκομμένο αρχείο που εμπλουτίζεται διαρκώς με νέες εγγραφές, σαν ένα παζλ με τα κομμάτια του οποίου μπορούν να γίνουν απεριόριστοι δυνητικά συσχετισμοί, αλλά ποτέ να σχηματιστεί μια πλήρης εικόνα καθώς πάντα θα λείπουν κομμάτια, πάντα η πραγματικότητα θα αποδίδεται ατελώς, ελλειπτικά. Σ’ αυτό το παζλ θα μπορούσε κανείς να διακρίνει δυο βασικές πηγές υλικού: την επίσημη και την ανεπίσημη φωτογραφία. Η επίσημη, αναπαριστώντας σημαντικά γεγονότα και προσωπικότητες της δημόσιας ζωής, επετειακές σκηνές, συνθέτει το ανάγλυφο αποτύπωμα μιας εποχής, σκιαγραφεί τους πρωταγωνιστές της, συστήνει έναν αδρό χάρτη του τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε μια κοινωνία. Η ανεπίσημη, αντίθετα, αφορά συνήθως την ιδιωτική απεικόνιση απλών ανθρώπων, διατηρώντας συχνά απτή σχέση με τις άπειρες αποχρώσεις της καθημερινότητας. Τα ιστορικά λευκώματα (με τοπικό, εθνικό ή υπερεθνικό θέμα), εμπλέκουν πλέον τακτικά και γόνιμα φωτογραφίες και των δυο κατηγοριών, γλιστρώντας επιδέξια από την εγκεκριμένη συλλογική αφήγηση στην ανώνυμη ιστορία από τα χαμηλά, επιτρέποντας να αναδυθεί ένα σώμα υλικού πλούσιο, περίπλοκο, ενίοτε αντιφατικό.
Μέρος της αξίας τέτοιων λευκωμάτων οφείλεται ασφαλώς στον τρόπο που η ανάμνηση μιας εποχής, που μας έχουν αφηγηθεί αλλά δεν έχουμε βιώσει, ξεπροβάλλει απρόβλεπτα, αποσπασματικά. Τα πράγματα μάλιστα γίνονται πιο περίπλοκα καθώς η φωτογραφία δεν έχει παγιωμένο νόημα αλλά μπορεί να αλλάζει σημασίες στο πέρασμα του χρόνου, επιτρέποντας αναγνώσεις άγνωστες ή αδιάφορες στους εικονιζόμενους. Πώς να χωρέσουν όλα άλλωστε σε μια συλλογή φωτογραφιών: οι δυσκολίες και οι αντιξοότητες, οι ευκαιρίες και οι προδοσίες, το συναίσθημα και η ωμότητα, η σκόνη του επαρχιακού δρόμου και η δροσιά μιας ανοιξιάτικης μέρας, τα μεταβλητά και τα αμετάβλητα, οι ζωές που πιάστηκαν στο δίχτυ μιας φωτογραφίας, σε μια ταλάντευση ανάμεσα στο άρτιο και το άτεχνο; Οι άνθρωποι αυτοί, η μορφή των οποίων ταξιδεύει σε μας συνήθως ανώνυμα, με τις επιδέξιες διαρρυθμίσεις των σωμάτων και τα καλά ρούχα της Κυριακής, μοιάζουν με ερασιτέχνες ηθοποιούς από περιοδεύοντα θίασο που παίζουν σε μια παράσταση με άγνωστο σενάριο, σκηνοθετημένη σ’ ένα μακρινό μέλλον για θεατές με τους οποίους τα βλέμματά τους δεν έχουν ποτέ συναντηθεί. Ίσως οι τοποθεσίες, κάποια ονόματα ή γεγονότα να υφαίνουν γύρω από τις εικόνες έναν ιστό οικειότητας, για όσους διαθέτουν το φίλτρο της εντοπιότητας. Για τους υπόλοιπους και αριθμητικά περισσότερους, τέτοια λευκώματα διαβάζονται μάλλον ως ενορχηστρωμένη όσο και αφηρημένη αφήγηση της ανθρώπινης συνθήκης, που αιωρείται ανάμεσα σε χαμόγελα άγνοιας για τα μελλούμενα (για αυτούς που ποζάρουν) και τη γνώση όσων μεσολάβησαν (για τους θεατές).
Ηρακλής Παπαϊωάννου
Trailer
Παρουσιάσεις
Κείμενα και φωτογραφίες από τις δύο ημέρες παρουσίασης του λευκώματος στο Κέντρο Πολιτισμού του Δήμου Γρεβενών.
Πρώτη ημέρα - 18 Αυγούστου 2018:
Διονύσης Στεργιούλας
Διονύσης Στεργιούλας
ΓΙΑ ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ “ΓΡΕΒΕΝΑ 1912-1940”
(Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία που έγινε στις 18.8.2018 στο Κέντρο Πολιτισμού του Δήμου Γρεβενών κατά την παρουσίαση του φωτογραφικού λευκώματος του Βαγγέλη Νικόπουλου “Γρεβενά 1912-1940”)
Παρά τα όσα θρυλούνται για την κατά κράτος νίκη του διαδικτύου εις βάρος του βιβλίου και των τυπωμένων εκδόσεων, σε μία εποχή κατά την οποία το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού της γης μπαίνει τακτικά στο facebook, αλλά δεν διαβάζει κατά μέσο όρο ούτε λίγες σελίδες τον χρόνο, η παράδοση του βιβλίου μάς εκπλήσσει με την εμφάνιση ενός λευκώματος, που μπορεί να θεωρηθεί έργο τέχνης. Δεν πρόκειται μόνο για ένα πολύ ωραίο λεύκωμα φωτογραφιών, αλλά και για μία σοβαρή ερευνητική εργασία, που θα πρέπει στο εξής να λαμβάνουν υπόψη όσοι ασχολούνται με τη νεότερη ιστορία των Γρεβενών και της Δυτικής Μακεδονίας. Στις φωτογραφίες και στην περιγραφή τους δίνονται πληροφορίες για τις συνήθειες των κατοίκων κατά τον μεσοπόλεμο, για την καθημερινή ζωή, τις ενδυμασίες, την αρχιτεκτονική, τη μουσική παράδοση, τα έθιμα, τα τοπικά μνημεία, την πολιτική κατάσταση, τις εξέχουσες προσωπικότητες της περιοχής. Βλέπουμε ακόμη τον αντίκτυπο που είχαν εθνικά και διεθνή γεγονότα, αισθητικά ρεύματα, τάσεις της μόδας, στη ζωή των κατοίκων μιας μικρής πόλης μέσα από το καθρέφτισμά τους στον φακό του φωτογράφου.
Τα Γρεβενά που οι περισσότεροι θυμόμαστε από τα παιδικά μας χρόνια αφορούν μία νεότερη εποχή, με τα τραύματα του εμφυλίου και την έξαρση της αντιπαροχής. Ενώ τα Γρεβενά όπως παρουσιάζονται σε αυτό το λεύκωμα, αφορούν μία πόλη που μόλις είχε αποκτήσει την ελευθερία της και σιγά σιγά δημιουργούσε στους παλαιούς και στους νεοαφιχθέντες κατοίκους της μία έντονη συνείδηση εντοπιότητας με την ταυτόχρονη σταδιακή σχηματοποίηση της εργατικής, της μικροαστικής και της μεσοαστικής της τάξης. Λέγοντας αυτά θυμάμαι τον Γρεβενιώτη συγγραφέα Κώστα Μπίρκα, με καταγωγή από την Αβδέλλα, ο οποίος αναφερόταν συχνά στην πνευματική κίνηση των Γρεβενών κατά το τέλος της δεκαετίας του 1920 και λίγο αργότερα, όταν ο ίδιος ήταν νέος. Είχε μάλιστα στη βιβλιοθήκη του έναν φάκελο με τα χειρόγραφα διαλέξεων που είχαν πραγματοποιηθεί από τον ίδιο, σε ένα κοινό που διψούσε για μάθηση και νέες ιδέες, υπό την αιγίδα του συλλόγου “Πυρσός”, που τότε δεν ήταν μόνο αθλητικός σύλλογος αλλά και πολιτιστικός. Θυμάμαι επίσης τον ηλικιωμένο ηθοποιό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, ο οποίος, εκφράζοντας τον εαυτό του και τους συναδέλφους του, αναφερόταν, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με θαυμασμό στο κοινό της πόλης των Γρεβενών, που πάντα γέμιζε το υπαίθριο θέατρο και παρακολουθούσε με τη δέουσα προσοχή τις παραστάσεις αρχαίου δράματος.
Από το πρώτο βιβλίο που αναφέρει ως τόπο έκδοσης τα Γρεβενά και περιέχει τις “συνταγές” του μοναχού Γυμνάσιου Λαυριώτη (Τα θαυματουργά φάρμακα του πάτερ Γυμνάσιου Λαυριώτου, τυπογραφείο Παντελή Τζώνου, 1931), ως το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα, η πόλη έχει μία μικρή μεν αλλά ενδιαφέρουσα βιβλιοπαραγωγή, στην οποία ξεχωρίζουν κυρίως οι ιστορικές μελέτες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από τα Γρεβενά καταγόταν ο Κωνσταντίνος Δημίδης, που διδάχτηκε την τέχνη της δημιουργίας βιβλίων στα περίφημα τυπογραφεία Ντιντό στο Παρίσι, και ίδρυσε το πρώτο τυπογραφείο των επαναστατημένων Ελλήνων στα Ψαρά, ενώ λίγο αργότερα ίδρυσε το πρώτο ελληνικό ιδιωτικό τυπογραφείο στο Ναύπλιο, που τότε ήταν πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Το λεύκωμα Γρεβενά 1912-1940 είναι το δεύτερο που εκδίδει ο Βαγγέλης Νικόπουλος. Όπως σε κάθε σπίτι υπάρχουν τα οικογενειακά άλμπουμ, που διασώζουν τις μνήμες των οικείων προσώπων, έτσι και τα δύο αυτά λευκώματα αποτελούν, τηρουμένων των αναλογιών, τα “οικογενειακά άλμπουμ” της πόλης. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι βιβλία αυτού του βεληνεκούς δεν φτάνουν στο τελικό στάδιο της εκτύπωσης μόνο με καλές ιδέες και καλές προθέσεις. Ούτε οι παλιές φωτογραφίες αρκούν από μόνες τους, αν και αποτελούν μία από τις βασικές συνισταμένες. Υπάρχουν εκατοντάδες συλλέκτες φωτογραφιών στην Ελλάδα και χιλιάδες οικογενειακά, τοπικά και θεματικά αρχεία φωτογραφιών, αλλά τα λευκώματα αυτής της ποιότητας είναι ελάχιστα και συνήθως εκδίδονται από μουσεία ή μεγάλα ιδρύματα. Από τη συλλογή του υλικού μέχρι την έκθεση στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου τα στάδια είναι πολλά, οι εργατοώρες άπειρες, το οικονομικό κόστος τεράστιο, η επικοινωνία με ιστορικούς, συλλέκτες και συντοπίτες διαρκής. Πολύ συχνά κάτω από αντίξοες συνθήκες, με προβλήματα υγείας που προκαλούν η έλλειψη ανάπαυσης και το διαρκές κυνήγι των ντοκουμέντων. Και το χειρότερο, κάποιες φορές χωρίς την ύπαρξη ούτε καν ηθικής στήριξης από έναν αριθμό συμπολιτών μας, που δεν αντιλαμβάνονται ότι το μέγεθος του συγκεκριμένου εγχειρήματος και η προσφορά προς τα Γρεβενά ξεπερνούν σε σημασία κάθε επιμέρους διαφωνία και κάθε αντεπιχείρημα ή στάση προς πρόσωπα. Συγχαρητήρια ωστόσο αξίζουν σε όσους έβγαλαν από τα συρτάρια παλιές οικογενειακές φωτογραφίες και τις έδειξαν ή τις δάνεισαν στον εκδότη, για να γίνουν μετά την έκδοση κοινό κτήμα όλων μας. Αυτό είναι ο ορισμός της “κοινωνικής συνείδησης”. Αλλά και σε όσους συνέβαλαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο τελικό αποτέλεσμα αυτής της έκδοσης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα προηγούμενης μορφής της πόλης των Γρεβενών αποτελεί η πανοραμική φωτογραφία της σελίδας 116, που ανάγεται στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Χαμηλά σπίτια με αυλή και κήπο, δρόμοι με δέντρα, χώρος για περιπάτους, λιτή αρχιτεκτονική με απλά υλικά, ένα ποτάμι με φυσική βλάστηση στις όχθες του και πλήθος άλλων στοιχείων που μπορεί να θυμίζουν παραδοσιακούς ή πρότυπους οικισμούς, δεν θυμίζουν σε τίποτα όμως τα σημερινά Γρεβενά. Το βλέμμα περιηγείται χωρίς εμπόδια, αφού τότε μπορούσε κανείς από ένα σημείο της να έχει οπτική επαφή με μεγάλο μέρος της πόλης, ακόμη και με μακρινές εκτός πόλης τοποθεσίες.
Αυτή η μετάλλαξη της πόλης –που μπορεί να αποτυπωθεί με ακρίβεια μόνο στη φωτογραφία– είναι κάτι που συνεχίζεται έως σήμερα. Σε αντίθεση με πόλεις και οικισμούς της κεντρικής και της δυτικής Ευρώπης, που σε αρκετές περιπτώσεις διατηρούν ακέραια τα χαρακτηριστικά πολύ παλαιότερων εποχών, στην Ελλάδα υπάρχει μία διαρκής ροή νέων δεδομένων και μία εικόνα που συνεχώς βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Οι αιτίες είναι πολλές με κυριότερη το κίνητρο του εύκολου κέρδους, που είναι διαχρονικό και πανανθρώπινο. Ακόμη και αν η κάθετη οικιστική ανάπτυξη ήταν αναγκαία για την Αθήνα, τη Λάρισα ή τη Θεσσαλονίκη, όλοι θα συμφωνήσουν ότι δεν ήταν στον ίδιο βαθμό αναγκαία για τα Γρεβενά. Δεν μπορούμε και ίσως δεν θα θέλαμε να αλλάξουμε τη σημερινή μορφή της πόλης, όμως μπορούμε και επιβάλλεται, αφήνοντας για λίγο τις προσφιλείς μικροπολιτικές συζητήσεις, να ασχοληθούμε με το πώς θα θέλαμε να είναι τα Γρεβενά σε τριάντα ή σε πενήντα χρόνια, όταν τα περισσότερα από τα σημερινά κτήρια θα έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής τους, και να μην το αφήσουμε στην τύχη.
Ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα αρχίζει μία επικοινωνία με το παρελθόν, που κάποτε το εξορκίζαμε για να τρέξουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το μέλλον. Αυτό το παρελθόν, που τόσο υποτιμήσαμε, προσπαθήσαμε να ξεχάσουμε, περιφρονήσαμε και αρνηθήκαμε, βρίσκεται σήμερα εδώ, έτοιμο όχι μόνο να μας προσφέρει αισθήματα νοσταλγίας, αλλά και να μας διδάξει, με την συσσωρευμένη εμπειρική σοφία των προγόνων μας. Να μας διδάξει βεβαίως και από τα λάθη τους, που ήταν πολλά.
Ένας σπουδαίος συγγραφέας της Θεσσαλονίκης, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, μου είχε γράψει σε μία επιστολή του, λίγο πριν πεθάνει, ότι ο χρόνος είναι ένας εχθρός του ανθρώπινου γένους. Και είναι πράγματι αμείλικτος με τα έργα των ανθρωπων. Αφήνει τα σημάδια του σε σώματα και ψυχές, μετατρέποντας όλες μας τις βεβαιότητες σε ψευδαισθήσεις και κάνοντας και τα πιο σημαντικά πράγματα να μοιάζουν μάταια. Ας θεωρήσουμε αυτό το λεύκωμα, αν όχι μία ελάχιστη νίκη απέναντι στον χρόνο, τουλάχιστον μία μικρή πράξη αντίστασης στη φθοροποιό του δύναμη.
Γεώργιος Κουμαρίδης
Όσοι δουλεύουμε σε αρχεία δέχομαστε πολύ συχνά αιτήματα για υλικό τα οποία δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε. Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντικό όταν ξέρουμε που να παραπέμψουμε. Το βιβλίο και η συλλεκτική δουλειά του Βαγγέλη Νικόπουλου μας λύνει τα χέρια. Όταν στο εξής κάποιος ερευνητής ή ερευνήτρια έρθει στο ΕΛΙΑ όπου δουλεύω και μου ζητήσει υλικό, φωτογραφικό ή αρχειακό, για τα Γρεβενά ξέρω που να τους στείλω.
Ας ξεκινησώ με μια παραδοχή. Η κρατική πολιτική για τα αρχεία στην Ελλάδα είναι για πάρα πολλά χρόνια ελλιπής. Δεν γκρινιάζω. Απλά έτσι είναι. Οι λόγοι πολλοί και όχι της παρούσης. Εδώ λοιπόν έρχεται συχνά η ιδιωτική προτωβουλία για να συμπληρώσει ή και σε ορισμένες περιπτώσεις να υποκαταστήσει τη δημόσια έγνοια για τα αρχεία. Όχι ότι η ιδιωτικη πρωτοβουλία δεν έχει τα προβλήματά της. Απλά πλείστοι αρχειακοί φορείς στην Ελλάδα ξεκίνησαν από το πάθος κάποιων συλλεκτών ενώ άλλοι συλλέκτες έχουν συνεισφέρει πολλαπλά στην έρευνα με το να κάνουν τις συλλογές του ανοιχτές και προσβάσιμες στο κοινό. Μένουν να γίνουν πολλά ακόμη. Βιβλία όμως όπως αυτό που παρουσιάζεται σήμερα κάθιστούν μια σημαντική ιδιωτική συλλογή ανοιχτή και χρήσιμη. Βιβλία όπως αυτό συνθέτουν μια μεγάλη τοπική ιστορία. Βιβλία όπως αυτό μακάρι να υπήρχαν για κάθε μικρή ή μεγάλη πόλη της Ελλάδας.
Αν πρέπει να αναφερθώ σε μια φωτογραφική ποιότητα του βιβλίου, αυτή είναι η ποσότητα, κι εδώ δεν κάνω λεκτικό παιχνίδι. Εξηγούμαι. Μία φωτογραφία μιας σχολικής τάξης είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα. Δύο είναι σίγουρα καλύτερα. Όταν όμως υπάρχουν πολλές φωτογραφίες και μάλιστα της ίδιας περιόδου δημιουργείται μια τυπολογία. Ένα ασφαλέστερο δείγμα το οποίο μπορεί να θέσει περισσότερα ερωτήματα και να δώσει ίσως ορισμένες απαντήσεις. Οι αρχειονόμοι σε αντίθεση με τους δημοσιογράφους που ψάχνουν το ένα το μοναδικό προτιμάμε τη μαζικότητα.
Το βιβλίο λοιπόν μέσα από το πλήθος των τεκμηρίων του και το σωστό στήσιμο του προσφέρεται για μια σειρά τοπικών αλλά και υπερτοπικών (μέσω της σύγκρισης) ιστοριών. Η ιστορία των ραπτών και των μοδιστρών των Γρεβενών, η ιστορία των εμπόρων, η ιστορία της εκπαίδευσης, η ιστορία των καφενείων, η ιστορία της φιλαρμονικής (και η εθνική της διάσταση), η ιστορία της νεολαίας, η ιστορία της αποκριάς, η ιστορία..., η ιστορία..., η ιστορία.
Όταν οι φωτογραφικές ιστορίες αυτές συνδυαστούν μάλιστα με μια δεύτερη ποιότητα του βιβλίου, αυτή της εξαντλητικής τεκμηρίωσης μπορούν να δημιουργήσουν πολλές μικροϊστορίες που συνθέτουν με τη σειρά τους την μεγαλύτερη τοπική ιστορία. Το Οικοτροφείο, οι πρόσκοποι, η οικογένεια Μπούσιου, η εμπορική οικογένεια Λαδά, ο «Πυρσός», τα ρουμανικά σχολεία είναι μόνο μερικά παραδείγματα. Τεκμηρίωση που στήνει πολλά μικρά ψηφία ενός μεγαλύτερου ψηφιδωτού, φωτογραφικού και ιστορικού, μέσα στο οποίο ο κάθε ερευνητής της περιοχής και της εποχής θα βρει κάτι που τον ενδιαφέρει, κάτι που θα του δημιουργήσει ένα πρόσθετο ερώτημα, κάτι που σίγουρα δεν θα ξέρει.
Επιπλέον, δουλειές όπως αυτή του Νικόπουλου, αναδεικνύουν περαιτέρω την αξία της καθημερινής, εφήμερης φωτογραφίας. Αναδεικνύουν ταυτόχρονα τις φωτογραφικές τάσεις καθώς και την αντιμετώπιση του φακού από την ελληνική κοινωνία. Δουλειές σαν αυτή μας δίνουν πλήθος ιστοριών κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας. Η ιστορία του ενδύματος, η ιστορία της αρχιτεκτονικής, η αγαπημένη μου ιστορία του μουστακιού, κι εδώ μη γελάσετε, δεν μπορούν να γίνουν χωρίς την εφήμερη φωτογραφία. Αναφέρομαι στο μουστάκι γιατί είναι αυτό που κυρίως τραβάEI την προσοχή μου. Δείτε όποιαδήποτε ομαδική φωτογραφία του βιβλίου. Είναι ελάχιστοι οι αμούστακοι. Πότε ακριβώς αλλάζει αυτό; Θέλουμε πολλές φωτογραφίες για να το τεκμηριώσουμε.
Κι εδώ θα σταθώ λίγο στην ομαδική φωτογραφία ως αφορμή για να μιλήσω λίγο για το χρονολογικό πλαίσιο του βιβλίου. Ας με διορθώσουν οι ιστορικοί της φωτογραφίας αλλά έχω μια υποψία ότι μεταπολεμικά οι ομαδικές φωτογραφίες, τουλάχιστον αυτές στις οποίες εμφανίζεται το μισό χωριό ή όλοι οι καλεσμένοι του γάμου, δεν είναι τόσο συχνές. Ο Μεσοπόλεμος, η περίοδος δηλαδή ανάμεσα στους δυο μεγάλους πολέμους, είναι μία πολύ ζουμερή περίοδος. Είναι μια περίοδος που πολιτικά και κοινωνικά παλινδρομεί ανάμεσα στο μοντέρνο και το παραδοσιακό. Νέες ιδέες, νέα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα, νέες τεχνολογίες αναδύονται, χωρίς όμως ακόμη να μπορούν να εδραιωθούν. Πόσω δε μάλλον για τη Μακεδονία, η οποία μόλις έχει ενταχθεί σε ένα εθνικό κράτος και η οποία μέσα σε 12 χρόνια από τη μετάβαση αυτή θα γνωρίσει και μια ραγδαία αλλαγή στην πληθυσμιακή της σύνθεση. Είναι μια ρευστή, οριακή εποχή, μια εποχή γέφυρα και ο Νικόπουλος πράττει πολύ ορθά που εστιάζει σε αυτή την περίοδο.
Επιτρέψτε μου να εντοπίζω αυτή τη μεταβατικότητα και την αντίθεση και στις φωτογραφικές τυπολογίες του βιβλίου, όσο και αν κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται λίγο κοινότοπο. Η αυστηρότητα και η φυσικότητα του βλέμματος. Το φράκο και το τσαρούχι. Το άλογο και το αυτοκίνητο. Οι σκληρές εκφράσεις της παλαιάς γενιάς και η ζωντάνια της νεολαίας που την εποχή αυτή αρχίζει και αυτονομείται ως συλλογικό υποκείμενο.
Θα φέρω εδώ ένα παράδειγμα που συμπυκνώνει νομίζω τα προηγούμενα. Γενικότερα στο βιβλίο εντυπωσιάστηκα αρκετά με το κομμάτι εκείνο που δίνει την ιστορία της αυτοκίνησης στα Γρεβενά. Οι πιονέροι της, οι δρόμοι που δεν υπήρχαν, οι αλλαγές που φέρνει στην καθημερινότητα της πόλης και της υπαίθρου. Έχω υπάρξει τυχερός λοιπόν καθώς την πρώτη φορά που πήγα στη Σαμαρίνα, πριν πολλά χρόνια, άσφαλτος ακόμη δεν υπήρχε. Ο πατέρας μου σιχτίριζε, το fiat Uno αγκομαχούσε και όποιον συναντούσαμε στον δρόμο μας έλεγε «τον γάϊδαρο τον φάγατε, η ουρά έμεινε». Τι ούρα όμως ήταν αυτή!
Που να ήξερα όμως. Τι σημαντικός που ήταν αυτός ο χωματόδρομος. Και τι αγώνας για να γίνει. Η φωτογραφία της σελίδας 236 και η τεκμηρίωση της λοιπόν. Ένα μπράβο στον Ζήση Τσούρη που ήταν ο πρώτος οδηγός αυτοκινήτου που έφτασε στη Σαμαρίνα το 1932 παίρνοντας πολλά ρίσκα. Και στους συγχωριανούς του που προηγούνταν του αυτοκινήτου στις ράχες και στα μονοπάτια με φτυάρια και αξίνες. Και ο φακός εκεί για να αποτυπώσει αυτό το σπάνιο και ιστορικό για το χωριό γεγονός. Όλοι εκεί (οι άντρες βεβαίως). Νέοι και γέροι, δυτικοφορεμένοι και φουστανελάτοι, ένστολοι, η σημαία, η Πόντιακ με τον οδηγό της και ο νεαρός στο μέσο και αριστερά που δείχνει τον ήρωα. Και η τεκμηρίωση συνεχίζει και φτάνει μέχρι την ολοκλήρωση του πρώτου αμαξιτού δρόμου το 1953.
Η προσπάθεια του Βαγγέλη Νικόπουλου δείχνει τι μπορεί να επιτύχει ένας επίμονος συλλέκτης όταν έχει ως συντρόφους του του τον ερευνητικό κόπο και την καλαισθησία. Δεν ξέρω πολλούς συλλέκτες που ξέφυγαν από τα όρια της συλλογής τους και έψαξαν πολλά άλλα αρχεία, διαβάσαν πολλά βιβλία, έψαξαν πολλές εφημερίδες και πήραν πολλές συνεντεύξεις. Μια προσπάθεια που δείχνει ότι ο Νικόπουλος είχε ως έγνοια του ένα βιβλίο αναφοράς για τα Γρεβενά. Και τον τιμάει πολλαπλά ότι το προσπάθησε και το πέτυχε.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η δουλειά του Νικόπουλου μιλάει για ανθρώπους. Καθημερινούς φθαρτούς ανθρώπους των οποίων οι ιστορίες, και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε, είναι αυτές που συνθέτουν τη μεγάλη ιστορία. Κάποιοι αγωνίστηκαν, κάποιοι χτίσανε, κάποιες δουλέψανε, κάποιες υπέμειναν. Η έκθεσή τους στο τυπωμένο χαρτί είναι μια μικρή υπόμνηση της δύναμής τους η οποία σχημάτισε στην προκειμένη περίπτωση τον τόπο των Γρεβενών. Και βέβαια μια υπενθύμιση. Για να υπάρχουν τέτοια βιβλία πρέπει να μην πετάμε. Ας κρατήσουμε τις οικογενειακές φωτογραφίες. Κι όχι μόνο αυτές του μεσοπολέμου ή τις παλιότερες. Τα χρόνια τρέχουν και αυτό που μας φαίνεται σαν πρόσφατο γρήγορα θα είναι κάτι μακρινό.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Γεωργία Ιμσιρίδου
Καλησπέρα σας,
Θα ήθελα κι εγώ με τη σειρά μου να ευχαριστήσω τον κύριο Βαγγέλη Νικόπουλο για την πρόσκληση και τη συμμετοχή στη σημερινή εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου του, με τίτλο «Γρεβενά, 1912-1940».
Το Μουσείο Μπενάκη, ανταποκρίνεται πάντα με χαρά σε τέτοιου είδους προσκλήσεις, καθώς θεωρεί χρέος του την προβολή και τη διάδοση του αρχειακού υλικού. Το Τμήμα των Φωτογραφικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη, λειτουργεί ως ξεχωριστό Τμήμα του Ιδρύματος από το 1973 και στις συλλογές του περιλαμβάνονται περί τις 700.000 αρνητικά, και 250.000 περίπου πρωτότυπες φωτογραφικές εκτυπώσεις. Το υλικό, χρονολογείται από το 1853-54, μέχρι τις μέρες μας.
Η ευαισθησία μας λοιπόν για το λεύκωμα του κύριου Νικόπουλου και τις εικόνες που εμπεριέχονται σε αυτό, είναι μεγάλη.
Η συγκέντρωση του υλικού ωστόσο, τόσο στο δικό μας Αρχείο, όσο και σε άλλα Αρχεία, όπως αυτό του Ε.Λ.Ι.Α. ή του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, η συγκέντρωση δηλαδή υλικού ενός συγκεκριμένου θέματος ή ενός τόπου, σε μορφή όπου αυτό μπορεί να παρουσιαστεί στο ευρύ κοινό, δεν είναι εύκολη διαδικασία.
Κι αυτό, δε θα ήταν δυνατό, χωρίς την προνοητικότητα κάποιων φωτισμένων ανθρώπων, οι οποίοι φρόντισαν να διαφυλάξουν το υλικό τους, τις φωτογραφίες τους, τα αρχεία τους και να τα παραδώσουν σε φορείς που θα τα αξιοποιήσουν όπως τους αρμόζει, κυρίως όμως να τα παραδόσουν στην ιστορία του τόπου τους.
Δε θα ήταν δυνατή όμως αυτή η συγκέντρωση και χωρίς το μικρόβιο του συλλέκτη. Το μικρόβιο κάποιων ανήσυχων ανθρώπων, που έχουν το κουσούρι να ερευνούν και να ψάχνουν, να μπαίνουν σε σπίτια, να ανοίγουν σκονισμένα μπαούλα, να πηγαίνουν σε παζάρια, να ψάχνουν ακόμα και στα σκουπίδια, διότι πολλές φορές, αρχεία, έχουν βρεθεί εκεί, και έχουν σωθεί.
Έτσι λοιπόν, κομμάτι – κομμάτι, μπορούν να ανασυνθέσουν την ιστορία μέσα από εικόνες. Είναι πολλές οι φορές, που οι συλλέκτες αποδεικνύονται πιο ευέλικτοι στην έρευνα και στον εντοπισμό σχετικού υλικού, από ό, τι κρατικοί φορείς, Ιδρύματα ή Οργανισμοί. Ο Βαγγέλης Νικόπουλος είναι ένας από τους ανθρώπους αυτούς, που από αγάπη για τον τόπο του και από αγάπη για τη φωτογραφία, δραστηριοποιείται και παράγει πολύτιμο έργο.
Η αναγκαιότητα και η σπουδαιότητα του συλλέκτη είναι προφανής και είναι ανεκτίμητη. Πολλές φορές έχουν σωθεί πολύτιμα φωτογραφικά τεκμήρια από την ολική τους καταστροφή. Έχει εντοπιστεί φωτογραφικό υλικό σε απίθανα σημεία. Ιδιαίτερα, σε περιοχές της περιφέρειας, όπου συνηθέστερα τον κύριο όγκο εικόνων έκαναν πλανόδιοι φωτογράφοι, οι οποίοι δεν ξαναπερνούσαν μετά από το ίδιο μέρος, με αποτέλεσμα να χάνονται, να χάνεται το υλικό τους, να χάνεται ακόμα και το όνομά τους.
Αυτή είναι μία από τις δύο σπουδαίες ιδιότητες του συλλέκτη. Διότι από μόνη της η συλλογή του υλικού και η αποθήκεσή του σε καλοφροντισμένα ερμάρια, δε θα είχε κανένα νόημα και καμία χρησιμότητα, εάν δεν έβλεπε το φως της δημοσιότητας μέσα από εκθέσεις και εκδόσεις.
Το λεύκωμα «Γρεβενά 1912-1940, Φωτογραφικά ντοκουμέντα και τεκμήρια», με σπάνιο, αλλά και ανέκδοτο υλικό, περιλαμβάνει τοπία, ήθη, έθιμα, πορτραίτα, καθημερινή ζωή, εικόνες πολέμου, με κοινό παρανομαστή την περιοχή των Γρεβενών.
Οι εικόνες που επέλεξα να δούμε, είναι μια σειρά, από διαφορετικές εκφάνσεις της ζωής: Ένα τοπίο, όπως αυτή η μακρινή άποψη της πόλης, μια πολεμική εικόνα, μία αναμνηστική εικόνα από την εκφορά νεκρού και μια εικόνα με άνδρες στην εξοχή, στην καθημερινότητά τους.
Την περίοδο του μεσοπολέμου, το νεκρικό πορτραίτο, ήταν μια συνηθισμένη κατηγορία απεικόνισης. Δεν ήταν κάτι περίεργο. Οι άνθρωποι, ήθελαν να κρατήσουν στη μνήμη τους τον συγγενή που έφευγε από κοντά τους, ακόμα και σε αυτή τη μορφή.
Το τοπίο, ήταν μια εικόνα που έδειχνε τον τόπο τους. Είτε αυστηρά την πόλη, είτε σημεία γύρω ή μακρύτερα από αυτήν.
Οι φωτογραφίες της καθημερινής ζωής, στις στιγμές της σχόλης κυρίως, ήταν επίσης μία από τις προσφιλείς αποτυπώσεις των ανθρώπων, αν και πιο συνηθισμένες ήταν οι αναμνηστικές φωτογραφήσεις ποτραίτων, που γίνονταν είτε σε στούντιο, είτε στην ύπαιθρο με πρόχειρο φόντο ένα πανί.
Τέλος, το σχόλιο για τη φωτογραφία με τους «Ακροβολιστές της Σενεγάλης» όπως λέει η λεζάντα, έχει να κάνει με τη σπανιότητά της. Πρόσφατα, στο Μουσείο Μπενάκη, το φθινόπωρο του 2017, φιλοξενήσαμε μία έκθεση με φωτογραφίες από τη Στρατιά της Ανατολής. Από τη Φωτογραφική Υπηρεσία που είχε οργανώσει την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το γαλλικό Υποργείο Άμυνας, όπου οι φωτογράφοι που υπηρετούσαν σε αυτή, είχαν καθήκον να φωτογραφίζουν όχι μόνο πολεμικά στιγμιότυπα, αλλά και την καθημερινότητα των στρατιωτών στις περιοχές που είχαν καταλύσει. Κι έτσι, έχουμε στα Γρεβενά, ακροβολιστές, της Σενεγάλης. Εικόνα πολύ σπάνια, εξωτική και μυθική ταυτόχρονα.
Ο Βαγγέλης Νικόπουλος, μέσα από εξαντλητική μελέτη και πολύπλευρη τεκμηρίωση, παραδίδει στον τόπο του, στην ιστορία και στο κοινό των Γρεβενών, ένα λεύκωμα υπόδειγμα, στο οποίο παρουσιάζεται σφαιρικά η ζωή στην περιοχή, τα εικοσιοκτώ αυτά χρόνια.
Ο προσεκτικός αναγνώστης – θεατής, θα εντοπίσει μέσα σε αυτό, τον κόπο, το μεράκι, και ένα κομμάτι της ψυχής του Βαγγέλη Νικόπουλου. Ευχόμαστε το παάδειγμά του να βρει μιμητές και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, για να πλουτίσουν κι άλλο οι γνώσεις και οι καρδιές μας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Ηρακλής Παπαιωάννου
Αναρωτήθηκα φωναχτά αρκετές φορές στις συζητήσεις μας με τον Βαγγέλη Νικόπουλο γιατί να ετοιμάζει ακόμη ένα λεύκωμα μετά από το πρώτο, με τίτλο ΓΡΕΒΕΝΑ, Ογδόντα χρόνια φωτογραφίες, 1895-1975 (2012). Η απάντηση έρχεται ίσως από τον μύθο με τον σκορπιό και τον βάτραχο: είναι στη φύση του, στον χαρακτήρα του, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Το παράδειγμα του είναι σπάνιο για τον ελληνικό χώρο. Είναι ο όγκος του υλικού που έχει συλλέξει, η επένδυση πόρων για τη διασφάλισή του, ο χρόνος για τη μελέτη και την επίπονη τεκμηρίωσή του. Όμοια, με εκπλήσσει η εξαιρετική οργανωτική του ικανότητα να μετατρέπει ένα εκδοτικό εγχείρημα παράλληλα σε έκθεση, σε επιτελεστικό γεγονός με άρτια οργάνωση και πρωτότυπο εικαστικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Νικόπουλος είναι ένα κεφάλαιο πολιτισμικό της πόλης των Γρεβενών που δεν θα έπρεπε να περάσει ανεκμετάλλευτο. Γιατί ο πολιτισμός απαιτεί ταλέντο, σκληρή δουλειά αλλά και βίωμα πνευματικό, και ο Βαγγέλης τα διαθέτει όλα αυτά.
Σκύβοντας στο ίδιο το υλικό, διαπιστώνει κανείς πως η ασυνήθιστη επιμονή του Νικόπουλου να δημιουργεί ογκώδη πονήματα με θέμα το ιστορικό, φωτογραφικό κατά βάση, υλικό της γενέτειρας αποδεικνύει με σαφήνεια πόσο ανεξάντλητο μέσο είναι η φωτογραφία. Πόσο η ευκολία δημιουργίας και αναπαραγωγής εικόνων γεννά μια απειρία σχεδόν από δυνατότητες απεικόνισης ακόμη και σε ιστορικό ορίζοντα. Και η φωτογραφία έχει φύση χαμαιλεόντεια: ανάλογα με τη γωνία που τη φωτίζεις, ανάλογα με τα ερωτήματα που της θέτει κανείς προσφέρει διαφορετικές απαντήσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το πόσο πλέον η φωτογραφία ως εικόνα αναμνηστική, καταγραφική, καλλιτεχνική συνδιαλέγεται με τον οριζόντιο και τον κάθετο χρονικό άξονα, δίνοντας μια πλούσια διάσταση στο υπό έρευνα φαινόμενο, την περίοδο, τον γεωγραφικό τόπο. Δεν μπορούμε εύκολα πια να κοιτάξουμε την φωτογραφία με βλέμμα που αποφεύγει εφαρμογές. Τα κάθε είδους όρια μοια΄ζουν εν μέρει τεχνητά.
Η καινούργια έκδοση που επιμελήθηκε ο Νικόπουλος περιέχει φωτογραφίες των Γρεβενών από το διάστημα 1912-1940, εποχή διαδοχικών πολέμων, τοπικών και παγκόσμιων, εδαφικών ανακατατάξεων και εξαναγκασμένων μετακινήσεων πληθυσμών, θριαμβευτικών απελευθερώσεων και τραγικών διαψεύσεων. Πρόκειται για μια περίοδο στην οποία η σκιά της Ιστορίας πλανήθηκε βαριά πάνω από την ελληνική επικράτεια, κάτι που αποδεικνύει η πλούσια ιστορική τεκμηρίωση που συνοδεύει το, συχνά ανέκδοτο, φωτογραφικό υλικό του Νικόπουλου, πλέκοντας τα ευρύτερα ιστορικά συμφραζόμενα με τα στενότερα τοπικά.
Στην εξαιρετική ομαδική φωτογραφία γάμου της σελ.98, γίνεται φανερή η συνθήκη της εποχής: όλοι πρέπει με κάποιο τρόπο να χωρέσουν σε μια λήψη, με βάση την οικονομία υλικών. Έτσι, προκύπτει μια περίτεχνη διάταξη από αναγκαιότητα, στην οποία οι άνθρωποι ψάχνουν να βρουν μια ορατή θέση στο παράθυρο της απαθανάτισης, αναπαριστώντας έστω ακούσια την έννοια της κοινότητας. Κάποιοι εμφανίζουν μια άκαμπτη σοβαρότητα, άλλοι φανερώνουν συνείδηση της πράξης, άλλοι διαθέτουν έκπληκτο ύφος, ενώ ορισμένοι απείθαρχοι κινούνται και εγγράφεται κουνημένο το είδωλό τους. Οι ενδυμασίες, οι χειρονομίες, οι εκφράσεις, μοιάζουν να δημιουργούν ένα κοινωνικό γράφημα εποχής. Σήμερα η φωτογραφία γάμου είναι σε μεγάλο βαθμό εξατομικευμένη. Αναρωτιέται κανείς, αν έβγαιναν και σήμερα τόσο πολυάνθρωπες φωτογραφίες γάμου, πόσα πολλά και ενδιαφέροντα θα έφερναν στην επιφάνεια για την εποχή.
Στην φωτογραφία της σελ.138, αντίστοιχα, τέσσερις άντρες με κοστούμια, καπέλα υπό μάλης, ποζάρουν ως κομψοί αστοί στον λόφο Κισλά με την πόλη ως φόντο, στρέφοντας το κεφάλι συγχρονισμένα προς την ίδια κατεύθυνση. Όλοι κοιτούν προς τα δεξιά, κάπου αόριστα έξω από την εικόνα. Ήταν η εποχή που στην επαγγελματική και ερασιτεχνική φωτογραφία ανέκυπταν ιδιαίτερες σκηνοθετικές παρορμήσεις. Η εικόνα θυμίζει τον August Sander και την εξαιρετική φωτογραφία με τους νεαρούς αγρότες στο Westerwald. Σε πολλές τέτοιες φωτογραφίες κυριαρχεί μια αίσθηση ανοιχτωσιάς, καθώς τα κοινωνικά δεσμά ήταν αυστηρά, αλλά ο χώρος έμοιαζε φυσικός και απεριόριστα διαθέσιμος. Η εξίσωση σήμερα έχει μεταβληθεί δραστικά: τα κοινωνικά δεσμά είναι πολύ πιο χαλαρά, αλλά ο χώρος πολύ λιγότερο διαθέσιμος και ακόμη λιγότερο φυσικός, σαν οι δυο συνθήκες να αντιστρατεύονται η μια την άλλη.
Στη φωτογραφία της σελ.141, αντίστοιχα, κυριαρχεί ένα σταματημένο καμιόνι. Μπροστά του, ένας καμαρωτός αστός ποζάρει καβάλα στο υποζύγιο που ανήκει μάλλον στον χωρικό δίπλα του, ενώ κάποιοι ακόμη άντρες με κοστούμια ακροβολιζονται ακόμη και πάνω στο καμιόνι σε καλαίσθητες πόζες. Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ; Χάλασε το όχημα και αυτοί παίρνουν διασκεδαστικές πόζες ενώ περιμένουν βοήθεια; Και τι είδους βοήθεια μπορεί να έρθει για ένα όχημα εκείνη την εποχή στην ελληνική ύπαιθρο; Και τι δουλειά έχουν άντρες με κοστούμια πάνω σε ένα ανοιχτό καμιόνι; Η παράξενη φωτογραφία γίνεται εδώ αφετηρία πιθανών σεναρίων και απίθανων αφηγήσεων. Η μηχανική δύναμη ερχόταν να αλλάξει ταχύτητα στη ζωή, να μικρύνει τις αποστάσεις, να γκρεμίσει τα αόρατα τείχη που κρατούσαν τις κοινότητες κλειστές. Ο κόσμος γινόταν απεριόριστα όσο και απατηλά διαθέσιμος.
Το λεύκωμα μοιάζει λοιπόν, έστω ακούσια, να αφηγείται πώς η παραδοσιακή συνθήκη πέρασε μέσα από τις συμπληγάδες της Ιστορίας για να συναντήσει το πεπρωμένο του μοντερνισμού, που εξαπλώνονταν όχι ως καταλύτης συναίρεσης, αλλά ως μοχλός κατάργησης και ολικής ανατροπής. Οι άνθρωποι αυτοί, η μορφή των οποίων ταξιδεύει σε μας συνήθως ανώνυμα, με τις επιδέξιες διαρρυθμίσεις των σωμάτων και τα καλά ρούχα της Κυριακής, μοιάζουν με ερασιτέχνες ηθοποιούς από περιοδεύοντα θίασο που παίζουν σε μια παράσταση με άγνωστο σενάριο, σκηνοθετημένη σ’ ένα μακρινό μέλλον για θεατές με τους οποίους τα βλέμματά τους δεν έχουν ποτέ συναντηθεί. Ίσως οι τοποθεσίες, κάποια ονόματα ή γεγονότα να υφαίνουν γύρω από τις εικόνες έναν ιστό οικειότητας, για όσους διαθέτουν το φίλτρο της εντοπιότητας. Για τους υπόλοιπους και αριθμητικά περισσότερους, τέτοια λευκώματα διαβάζονται μάλλον ως ενορχηστρωμένη αφήγηση της ανθρώπινης συνθήκης, που αιωρείται ανάμεσα σε χαμόγελα άγνοιας για τα μελλούμενα (για όσους ποζάρουν) και το γλυκόπικρο μειδίαμα της γνώσης όλων όσων μεσολάβησαν (για τους σύγχρονους θεατές).
Κωστής Αντωνιάδης
Θέμα της δικής μου εισήγησης για το λεύκωμα Γρεβενά 1912 - 1940 αφορά στην ίδια τη ζωή των εικόνων που συνθέτουν αυτή την ιστορική αναδρομή. Γιατί οι φωτογραφίες αυτές πριν γίνουν ιστορία, ήταν κάτι άλλο, είχαν διαφορετικό προορισμό: Να επιβεβαιώσουν μια ψυχική διάθεση, μια φιλική σχέση, να διακωμωδήσουν τον εκσυγχρονισμό, ή να γιορτάσουν με κάθε φωτογραφική επισημότητα την έλευση του πρώτου αυτοκίνητου. Σε καθεμιά από αυτές τις φωτογραφίες - παραδείγματα, οι άνθρωποι συμμετέχουν σε ένα οργανωμένο αυθόρμητο ή και σε ορισμένες περιπτώσεις καθοδηγούμενο θέαμα. Συμμετέχουν σε ένα είδος “ζωντανού πίνακα” (tableau vivant), μια στατική θεατρική, κατά μια έννοια, σκηνή όπου η αφήγηση, το γεγονός, η σχέση, γεννιέται από την πόζα των ατόμων που συμμετέχον σε αυτό.
Φαίνεται να έχουν απόλυτη συνείδηση της σιωπής που θα συνοδεύει στο μέλλον την εικόνα τους. Γι αυτό όλα θα πρέπει να ειπωθούν μέσα από ένα είδος παντομίμας, να αγκαλιαστούν σαν να χορεύουν σε ένα χωράφι ή να σφίξουν τα χέρια πάνω στο τραπέζι ενός καφενείου.
Αλλά ας προσέξουμε κάτι ακόμα. Ας κοιτάξουμε προς τα εκεί που είναι στραμμένο το βλέμμα των προσώπων σε αυτές τις τέσσερις φωτογραφίες. Είναι εκεί που στέκεται ο φωτογράφος. Ο ανώνυμος τις περισσότερες φορές επαγγελματίας φωτογράφος. Αυτός, που στα χωριά και στις μικρές πόλεις ήταν ο μόνος που είχε την γνώση αλλά και την δικαιοδοσία να φωτογραφίζει τα πρόσωπα, τις γιορτές, τις κηδείες, τα σημαντικά γεγονότα ή την καθημερινότητα του τόπου του.
Σε αυτές τις φωτογραφίες η μετωπική φωτογράφηση δίνει στον θεατή την εντύπωση μιας σκηνής που επαναλαμβάνεται σε διαφορετικές εκδοχές: ένα πλήθος που απλώνεται στο ύπαιθρο ή στην πλατεία του χωριού για να χαιρετίσει έναν μόνο πρόσωπο. Τον επαγγελματία φωτογράφο που στέκεται απέναντί τους.
Δεν είναι όμως αυτός που κοιτάζουν πραγματικά. Το βλέμμα τους είναι στραμμένο σε αυτό που οι ίδιοι ζουν εκείνη τη στιγμή. Σαν να κοιτάζουν τον εαυτό τους μέσα από ένα καθρέπτη να είναι εκεί.
Τη στιγμή της φωτογράφισης η πραγματικότητα γίνεται εικόνα, οποιοσδήποτε ήχος, ότι ειπώθηκε πριν ή αμέσως μετά χάνεται οριστικά όπως το χρώμα από τα πρόσωπα και τη φύση. Ασπρόμαυρες οι φωτογραφίες παραδίδονται στις επόμενες γενιές και ακόμα και σήμερα την ώρα που τις κοιτάζουμε και όσο κρατάμε το βλέμμα μας πάνω τους δεν μπορούμε να τους αποδώσουμε το πραγματικό τους χρώμα, όπως και δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ βέβαιοι για την πραγματικότητα που περιγράφουν.
Με το χρόνο οι φθορές στην επιφάνεια των φωτογραφιών καλύπτουν τις λεπτομέρειες, πρόσωπα και πράγματα σβήνουν. Είναι εντυπωσιακό όμως πως παρά τις φθορές τους οι φωτογραφίες δεν χάνουν ποτέ τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους να μας παρασύρουν στη στιγμή της γέννησής τους. Εάν τις θεωρούμε αναμφισβήτητα τεκμήρια είναι εξαιτίας μιας εσωτερικής βουβής φωνής, που ανεξάρτητα από τις φθορές τους, μας μιλά για το περιβάλλον, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις περιστάσεις της φωτογράφισης.
Μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας με τον Βαγγέλη Νικόπουλο μπορώ να σας βεβαιώσω πως έχει το χάρισμα να αφουγκράζεται αυτή τη φωνή.
Έχει το ένστικτο να επιλέγει φωτογραφίες, και τη μεθοδικότητα να συνδέει τις διάσπαρτες στιγμές, αυτές τις μικρές ιστορίες που συνθέτουν εντέλει μια ανθρωποκεντρική ιστορική αφήγηση για τα Γρεβενά.
Οι λεζάντες στις φωτογραφίες είναι λιτές:
Πολίτες και ένστολος στην είσοδο καφενείου
Περιοχή Αγίου Αχιλλείου, 1937
Ποζάροντας στην εξοχή, μέσα δεκαετίας 1930
Κάτοικοι της Σαμαρίνας κατά την υποδοχή του πρώτου αυτοκινήτου στην πλατεία της κοινότητας, 1932
Όλα τα άλλα, αφήνει σε μας να τα ερμηνεύσουμε.
Η προετοιμασία αυτού του λευκώματος κράτησε τρία χρόνια. Ολοκληρώθηκε, χωρίς υπερβολή, πέντε ή έξι φορές και συνεχίστηκε άλλες τόσες με ένα μήνυμα ή ένα τηλεφώνημα του Βαγγέλη: βρήκα ακόμα μια φωτογραφία και σου τη στέλνω, μπορείς να την επεξεργαστείς; Με τη διαβεβαίωση πως αυτή θα είναι η τελευταία.
Και βέβαια μπορώ. Γιατί από ένα σημείο κι έπειτα υποκύπτεις, αντιλαμβάνεσαι τον ζήλο, το πάθος του ερευνητή, και συμμετέχεις σε ένα κοινό πλέον σκοπό. Αλλά για το Βαγγέλη δεν υπάρχει αρκετά καλό. Πρέπει να είναι το καλύτερο δυνατό.
Δεύτερη ημέρα - 19 Αυγούστου 2018:
Σίμος Ζαγκανίκας
Σίμος Ζαγκανίκας
Γρεβενά 19-Αυγούστου 2018
Παρουσίαση: «Λευκώματος : Γρεβενά 1912-1940, φωτογραφικά ντοκουμέντα και τεκμήρια»
Έμεινα ενεός, έκθαμβος από την παρουσίαση του πρώτου λευκώματος του Βαγγέλη Νικόπουλου, με τίτλο: «Γρεβενά, 80 χρόνια φωτογραφίες 1895-1975». Ο όγκος των φωτογραφιών, η ιστορική τους ταξινόμηση και οι κατατοπιστικές, συνοδευτικές διευκρινήσεις στις τελευταίες σελίδες του, «χρειάζονται ώρες ατελείωτες και αταξινόμητο χρόνο», όπως επισήμανα τότε στην παρουσίαση του λευκώματος που έγινε στη Κοζάνη. Και έκλεισα την παρουσίαση μου με την διατύπωση, που εύλογα, λόγω του πρωτοποριακού έργου για την πόλη μας και τον Τόπο, θα διατύπωνε και ο ελάχιστα υποψιασμένος για τη συμπεριφορά της μνήμης… « πως η Μνημοσύνη , ευαρεστούμενη κράτησε μια θέση στο ανάκλιντρο της για τον ακάματο θεράποντα των πολύτιμων κυψελών της!.....
Παίρνοντας στα χέρια μου το δεύτερο λεύκωμα με τίτλο: Γρεβενά: Γρεβενά 1912-1940, φωτογραφικά ντοκουμέντα και τεκμήρια» έμεινα διπλά έκθαμβος από την τελειότητα της δημιουργίας!...
Σ’ αυτό το δεύτερο λεύκωμα, οι φωτογραφίες γίνονται πιο ομιλητικές!... πιο αποκαλυπτικές!... Οι απεικονίσεις των στιγμών, συρραμμένες με απαρέγκλιτη αλληλουχία και συνοδευόμενες με εύγλωττα, λόγια, θα έλεγα, κείμενα, καταθέτουν την πορεία του Τόπου και της πόλης των Γρεβενών, από την ημέρα της απελευθέρωσης από την Οθωμανοκρατία, 13 του Οκτώβρη 1912, μέχρι και το δυσοίωνο 1940.
Αυτή την κατάθεση των συρραμμένων στιγμών, έρχονται, ως ευπροσήγοροι συνήγοροι, πλείστα άλλα γραπτά τεκμήρια, που ενυπάρχουν στο λεύκωμα και προσθέτουν περισσότερες μαρτυρίες για την πορεία, προσδίδοντας ακόμη περισσότερο ρεαλισμό για την ατομική μας φαντασιακή ανάπλαση της κοινωνίας των Γρεβενών και της μετεξέλιξής της!....
Μια φωτοεξιστόρηση της πορείας του Τόπου, που είναι συνυφασμένη, με αριστοτεχνικό τρόπο, με το Πανελλαδικό πολιτικό, πολιτιστικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Μια φωτοεξιστόρηση της πορείας όπου φαίνεται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η έκβαση της δυναμικής των πολιτικών, διαμόρφωσης των εθνικών κρατών, (Πόλεμοι, ανθρωποκτονίες, μετακινήσεις πληθυσμών, ξεριζωμός, προσφυγιά και μετανάστευση στην Αμερική πλείστων συμπατριωτών, όπως ο μακεδονομάχος Γιάννης Τριβένης που φιλοξενείται στο Λεύκωμα και η οικογένεια του εφοροδημογέροντα Χριστούλα Λαδά, του πρώτου προέδρου της Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας που ιδρύθηκε το 1876 με σκοπό την αναδιοργάνωση των σχολείων της επαρχίας Γρεβενών, που μετανάστευσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου).
Μια φωτοκειμενογραφία, όπου φαίνεται να διεισδύει, ως συνέχεια, η αναχρονιστική οθωμανοκρατία, στις λειτουργίες του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους και ιδιαίτερα των νεοαπελευθερωμένων περιοχών, (τσιφλίκια, Έλληνες μπέηδες στη θέση των Οθωμανών μπέηδων, η δικαιοσύνη των πλουσίων, η δύναμη των «καρακόλ», μπαχτσίσι και ρουσφέτι). Και στον αντίποδα η αντεκδίκηση, η ληστοκρατία, η αποπνικτική ατμόσφαιρα για τους παραγωγούς και την επιβίωση τους (μπακαταραίοι κτηνοτρόφοι χωρίς καλύβα και αγρότες χωρίς καλλιεργήσιμη γη). Η αδίστακτη φορολογία και οι επιστρατεύσεις των νέων επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο την οικογενειακή οικονομία και συμβαίνει πολλές οικογένειες με την επιστράτευση των ζώων τους να στερούνται και το ξεροκόμματο της ημέρας.
Θα πρέπει να δούμε, λίγο πριν, από τα χρόνια των φωτοεξιστορήσεων του λευκώματος, τις δύσκολες συνθήκες, όπου αρχίζει να κυοφορείται και δειλά- δειλά να ξεπροβάλλει η αστική δυναμικότητα στις οθωμανικές επαρχίες.
Από το 1856, στα πλαίσια του Τάντζιματ (εκσυγχρονισμού) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με το Χατ-ι Χουμαγιούν (αυτοκρατορικό διάταγμα) δίνονται οι σχετικές ελευθερίες στους ραγιάδες. Οι οποίοι, αρχίζουν να αναδιοργανώνονται σε εθνικές ενότητες επιζητώντας ταυτόχρονα ζωτικούς χώρους για να επικρατήσουν μετά την διαφαινόμενη παρακμή της αυτοκρατορίας. Στοιχεία αυτοπροσδιορισμού της κάθε ενότητας ήταν: η γλώσσα, οι προφορικές ιστορικές αφηγήσεις, τα κοινά έθιμα και τα τραγούδια, οι παρεμβάσεις των πρόσφατα απελευθερωμένων κρατών και η προσδοκία καλύτερων συνθηκών επιβίωσης. Αυτή η αστική προωθητική δυναμική είναι πολύ έντονη στην περιοχή μας. «Στα Γρεβενά, υπήρχαν μια αλευροβιομηχανία με δύο γκάζια, ένα μεγάλο εργοστάσιο πυρότουβλων που λειτουργούσε με νερό και 5 μεγάλοι μύλοι…» όπως μας εξιστορεί ο Μπεκίρ Αγάς στα απομνημονεύματα του, που φιλοξενούνται στο λεύκωμα (τα οποία για πρώτη φορά δημοσιεύονται).
Έχουμε λοιπόν μια πρόωρη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας της περιοχής πολύ πριν την απελευθέρωση… Ο μύλος του Ανδρέα Μπούσιου, που είναι ο πιο σύγχρονος της εποχής του, τροφοδοτεί με άλευρα τον Τουρκικό στρατό και εξάγει το σιμιγδάλι στο Παρίσι και το Λονδίνο. Στο ίδιο ανταγωνιστικό πλαίσιο κινείται η αλευροβιομηχανία του Αναγνώστου και οι υπόλοιποι μύλοι!.... όπως και το εργοστάσιο των πυρότουβλων τροφοδοτεί με τα προϊόντα του μέχρι και την Κωνσταντινούπολη….
Στη στροφή λοιπόν του φιδωτού που μπαίνει από την Καλαμπάκα απλώνονται τα Γρεβενά. Τα Γρεβενά, των κάτασπρων σπιτιών που κατεβαίνουν κοπαδιαστά από τις ανηφοριές να ξεδιψάσουν στις όχθες του Γρεβενίτη, όπως φαίνονται από τις φωτογραφίες του Μαργαρίτη και των Μανάκια. Ένας άλλος φαντασιακός συνειρμός που πηγάζει από τις πιο πάνω φωτογραφίες είναι πως η πόλη, μοιάζει με ανοιχτό βιβλίο που η βάση του βρίσκεται στον Γρεβενίτη και οι κορυφές του αγγίζουν το Βαρόσι, τα αμπέλια, το οικοτροφείο, το νοσοκομείο και το στρατόπεδο του Καραχάλιου. Η νοητή κόκκινη κλωστή της μέσης του βιβλίου, μοιράζει τα Αμπέλια, περνάει από την πλατειά, το ρολόι και καταλήγει στη γέφυρα της Καλαμπάκας. Σ’ όποια κατεύθυνση κι αν πλανηθεί το μάτι μας θα συναντήσουμε τις πολυδαίδαλες γραμμώσεις των δρόμων της που οδηγούν στις ιστορικές γειτονιές του Μύλου του Μπούσιου, του Κούρβουλου, του Σελιού, του Αχίλλη, των Αλωνιών, του Ντουρούτ, των Τσακαλιών και του Μερά.
Η όλη εικόνα, σου δίνει την αίσθηση ότι η πόλη ήταν και είναι η αφέντρα της γύρω περιοχής!...
Από τον πανύψηλο Σμόλικα δυτικά μέχρι το Βόϊο και τον Μπούρινο ανατολικά, και νότια, από τα Χάσια μέχρι τα Καμβούνια απλώνεται η διοικητικής της αναφορικότητα!.... Είναι η καρδιά και ο διευθύνων νους, που με ένα ακτινωτό δίκτυο δρόμων έστελνε προς τα χωριά της επικράτειας της τις διοικητικές της ευθύνες και τα αστικά της προϊόντα και συγκέντρωνε την πρόσοδο των χωριών από την πρωτογενή παραγωγή.
Όλη αυτή η οικονομική κινητικότητα συνέβαλε άμεσα στην μεγιστοποίηση της αστικής παραγωγής και στην ανάπτυξη πλείστων αστικών επαγγελμάτων. Μια ανάπτυξη που μαζί με το άνεμο της απελευθέρωσης και το ρεύμα του φιλελευθερισμού που έφερνε ο Βενιζέλος, συνέβαλλε παράλληλα, στο σπάσιμο των συντηρητικών δομών, του αφέντη με τους παρακεντέδες του και τους αδικαίωτους ανθρώπους της παραγωγής, και παράλληλα στη διαμόρφωση φιλελεύθερων αντιλήψεων συμμετοχής στη διαχείριση των κοινοτικών πραγμάτων!.. Η πόλη, αστικοποιείται, η Δικαιοσύνη νομιμοποιείται και οι κάτοικοί της κατακτούν το δικαίωμα του πολίτη.
Με την απελευθέρωση, τα Γρεβενά είναι η πρώτη πόλη από τις απελευθερωμένες περιοχές όπου το ώριμο κλίμα των εμπόρων δημιουργεί την πρώτη συλλογική τους νομική υπόσταση, ιδρύεται ο Εμπορικός Σύλλογος Γρεβενών, ένα χρόνο σχεδόν, μετά από την απελευθέρωση το 1914. (Επισημαίνω πως είναι προϊόν της αστικής ωρίμανσης στα Γρεβενά) Το Πρώτο Διοικητικό συμβούλιο εκλέγει πρόεδρο τον Δημήτριο Μπούσιο. Θα αναφέρω, παρακάτω, τους προέδρους από το 1929 ως μια μικρή απόδοση τιμής σ’ αυτούς που έβαλαν το λιθαράκι για να λειτουργήσει η αγορά.
Η αγορά ως τόπος «Δούναι και λαβείν» είναι ο τόπος όπου συναλλάσσονται εμπορεύματα, κοινωνικοποιούνται ιδέες, χτίζονται όνειρα, πυροδοτούνται επιθυμίες…. Eίναι ο τόπος όπου σφυρηλατούνται οι αγωνίες για την υπεράσπιση της επιβίωσης. Εκεί όπου συγκροτείται η κοινωνική συνείδηση και καλλιεργείται η κοινωνική, συλλογική, συνεκτική αναζήτηση λύσης των κοινωνικών-οικονομικών προβλημάτων.
Ο δείκτης μιας προοδευμένης κοινωνίας φαίνεται από το χρόνο και την ποιότητα των συλλογικών δραστηριοτήτων που άνθισαν σ’ αυτήν. Εξάλλου κοινωνία, κατά κοινή διαπίστωση, είναι η συναινετική απόφαση για κοινή συμβίωση και κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων και των αναγκών.
Η κοινωνία έχει θεσμοποιήσει την λειτουργία της με τον παραμερισμό της εγωιστικής ατομο-κεντρικότητας, και με την ανάπτυξη της αλληλεγγύης, διαμορφώνοντας όρους και συνθήκες ένταξης και κοινωνικής επιβεβαίωσης του ατόμου.
Ο δείκτης της επιμέρους κοινωνίας των εμπόρων του Νομού Γρεβενών είναι ιστορικά τοποθετημένος στις κορυφές της πολιτισμικής προοδευτικότητας. Kαι τούτο γιατί οι ιδέες της κοινωνικότητας, της συλλογικής αντιμετώπισης, της συνεκτικότητας βρισκόταν σε κυοφορία, μέσα στο ’’λυκόφως’’ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και αμέσως, με το ’’λυκαυγές’’ της λευτεριάς του τόπου, έχουμε την καταστατική τους αναγνώριση.
Πρόεδρος εξελέχθει
1929 ο Νικόλαος Σιώζιος
1932 Ο Θεόδωρος Κίτσιος
1936 ο Αλέξανδρος Παπανικολάου
1937 ο Δημήτριος Κανιστράς
1937 ο Αλέξης Ζγώνης
Δεν μου επιτρέπει ο χρόνος να κάνω περισσότερες αναφορές. Θα χρειαζόταν ώρες πολλές για να μπούμε στην εξακτίνωση των πληροφοριών που μας στέλνει κάθε φωτογραφία ξεχωριστά!.... όπως η κατασκευή του όμορφου, αρχιτεκτονικά, 1ου Δημοτικού Σχολείου, όπου φιλοξενείται η σημερινή έκθεση. Το όμορφο Δημοτικό Σχολείο στο Σπήλαιο, στην Κρανιά αλλά και σ’ όλα τα χωριά των Γρεβενών, κτίζονται αυτή την εποχή.
Οργανωμένη κοινωνία πολιτών, Δημοκρατία, με τις αντιθέσεις της και την επιμορφωτική της επίδραση, στις συνειδήσεις των πολιτών!... Δημοκρατία που οδηγεί στην αναζήτηση της ισότητας των πολιτών απέναντι στην Πολιτεία και τους πολιτειακούς θεσμούς. Δημοκρατία που στο πρώτο της σκαλοπάτι θα έπρεπε να καταργήσει τις πελατειακές σχέσεις!...
¨Όπως όλοι γνωρίζουμε, αυτά τα δικαιώματα της ισότητας, ηχούσαν παράταιρα στα αυτιά της Συντηρητικής Μοναρχίας και ως εκ τούτου οδήγησε σε παραίτηση τη νόμιμη εκλεγμένη κυβέρνηση του Βενιζέλου. Οι Άγγλο –γάλλοι καταλαμβάνουν την Βόρεια Ελλάδα ενόψει της σύρραξης του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και ο Βενιζέλος σχηματίζει κυβέρνηση στη Βόρεια Ελλάδα…. Η φωτογραφία των Αφρικανών είναι πιστικό τεκμήριο της περιόδου κατοχής της πόλης από τα Γαλλικά στρατεύματα!...
Επισημαίνουμε τη γελοιότητα του τρόπου αντιμετώπισης του ληστρικού προβλήματος από τα παλαιά προ-βενιζελικά κόμματα. Έφταναν οι πολιτευτές να έχουν ως κομματάρχες τους ληστές. Ο Βενιζέλος με την πολιτική του έβαλλε τέλος στο φαινόμενο της ληστοκρατίας και απελευθέρωσε τους δρόμους διακίνησης των προϊόντων και των υπηρεσιών του κράτους (Φωτογραφία της αποκομμένης κεφαλής του ληστή Μπαλντέμη και η εξιστόρηση της δολοφονίας του ληστή Περικλή Παπαγεωργίου είναι μαύρα ενθυμήματα της βίαιης εποχής.)…
Στα Γρεβενά, η άφιξη και εγκατάσταση των προσφύγων, από τον Ελληνισμό της Ανατολής, και η γρήγορη παραγωγική τους ενσωμάτωση, πολλαπλασιάζει την οικονομία της περιοχής. Και ταυτόχρονα έχουμε τον πολλαπλασιασμό και των αστικών επαγγελμάτων
Η αστική τάξη είναι φορέας της Ελευθερίας και ως εκ τούτου και της Δημοκρατίας!... Δεν θα μπούμε στον κόπο να σταθούμε και να εξιστορήσουμε τις περιόδους της οπισθοδρόμησης των δύο δικτατοριών του Πάγκαλου και του Μεταξά… Ίσως χρειάζονται και στοιχεία σ’ ένα λεύκωμα και από τα αρχεία των Δικαστηρίων και της στρατοχωροφυλακής, η από τις οργανώσεις των πραιτοριανών…
Το ρολόι του Χρόνου, σ’ έναν τόπο, είναι χωρίς δείκτες όταν δεν υπάρχουν αποτυπώματα, και έτσι έχουμε τον άχρονο η τον κενό χρόνο που δεν μπορούμε να τον ονοματίσουμε. Όσο όμως, πιο έντονα είναι τα αποτυπώματά του τόσο περισσότερο διευρύνονται οι διαστάσεις του Χρόνου.
Και εκεί που το φαιόχρωμο σεντόνι της μνήμης ανέμιζε ανάλαφρα χωρίς βάρος στους αμνήμονες ανέμους άρχισε να γεμίζει από εικόνες, από παραστάσεις ζωής, από πληθώρα συμβάντων. Να παραμερίζει το φαιόχρωμο και να ζωντανεύουν οι δρόμοι, τα κτίρια και τα πρόσωπα του χτες, στις ίδιες όχθες του ποταμού και στην ίδια ματιά των οριζόντων, όπου διάγουμε τη ζωή μας οι σημερινοί Γρεβενιώτες.
Το αγαπημένο λήμμα στο λεξικό του δημιουργού είναι η λέξη «ομορφιά». Την αναζήτησε στα ερείπια, στις αραχνιασμένες αποθήκες, στα αποξεχασμένα σεντούκια, στα περιττά και στα ασήμαντα της καθημερινής σχόλης, αλλά και στις δημοπρασίες, όπου εμπορεύονται την αξία της μνήμης!...και τη διαμόρφωσε, την αποθανάτισε την αποθέωσε φτιάχνοντας για αυτήν την πιο όμορφη στέγη, αυτό το όμορφο από κάθε πλευρά Λεύκωμα!
Μια στέγη, που βάζει τον ψυχισμό μας, σε μια διαδικασία περίσκεψης και ευγενούς άμιλλας, που μας γεμίζει από ευθύνη να συνταιριάσουμε τα βήματα μας στην προκλητική ποιότητα του εκκεντρικού κοντραμπατζή στη μιζέρια και στον εφησυχασμό της ήσσονος προσπάθειας. …..
Είναι κάποια έργα σπάνια, κάποιες δημιουργίες μοναδικές, που όταν τα θωρείς με επίγνωση τα βλέπεις να ανασαίνουν, που όταν τα αγγίξεις θροΐζουν και άμα προσπαθήσεις να τα εγκολπωθείς σε πλημμυρίζουν. Λένε πως κλείνουν τον ανασασμό και τον ψυχισμό του δημιουργού. Λένε πως είναι φτιαγμένα από απαράμιλλη αγάπη και ως εκ τούτου εξακτινώνουν αγάπη. Μια αγάπη για τον Τόπο και τους ανθρώπους!... Μια αγάπη για την Ιστορία και τις ψηφίδες που δομούν τη σκέψη!... Μια αγάπη που, με την θωπεία του δημιουργού, γίνεται φως στα πυκνά σκοτάδια της λήθης και πυροδοτεί τη δύναμη και τη γνώση, για να γεμίσει με ανθοφορία η μικρή αυλή της ιστορικής μας αυτογνωσίας!...
Οδοιπόρος σε πορεία άγνωστη
με βράχους και αναχώματα σε κάθε βήμα...
Συνάντησα έναν φίλο, που πήγαινε, με δρασκελιά από γίγαντα,
σ' αντίθετη πορεία!...
"Φίλε", με φώναξε, "αν δεν μπεις στο παρελθόν, δεν μπορείς να ανοίξεις δρόμους στο παρόν"!
Κράτησα τη συμβουλή του και τον ακολουθώ... το δρόμο για να βρω , που οδηγεί στην πιο γλυκιά κυψέλη, που έχει στα σωθικά της το παγωμένο μέλι!....
Ζαγκανίκας Σίμος
Αντώνης Παπαβασιλείου
ΛΕΥΚΩΜΑ ΧΑΡΤΙΝΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ
Φίλες και φίλοι καλησπέρα
Θα ήθελα να ξεκινήσω από ένα βενζινάδικο. Ναι, ένα βενζινάδικο. Βρίσκεται στην άκρη της πόλης μας. Θέλω να πιστεύω εκεί όπου υπήρχε ένας καφενές Βαλαάδων, μίας ωραίας, παλαιάς αφήγησης.
Πάνω σε ένα τραπεζάκι ο πρώτος τόμος, το λεύκωμα εκείνο του Βαγγέλη Νικόπουλου που παρουσιάσαμε 6 χρόνια πριν, εδώ. Ίσα -ίσα τον αναγνωρίζεις: μια τρυφερή πολυχρησία τον έχει σχεδόν διαλύσει. Τέτοιος ζήλος.
*
Ακούστε τα λόγια της Κικής Δημουλά
από τα πέρατα μιας νοσταλγίας
παίρνω ειδήσεις σου:
κατάντησες θαμών
κάποιας παλιάς φωτογραφίας σου
διαπρέποντας στη χάρτινη έντασή της.
Αυτές τις κουβέντες υπομνηματίζει σε όλη την "χάρτινη έντασή του" ο καλοτύπωτος, ο έξοχος αυτός τόμος που υποδέχονται τα Γρεβενά μας, σήμερα. Και ξέρετε πίσω από ένα βιβλίο κρύβεται πολύ υλικό: αγωνίες, μόχθος, θυσίες.
Δεν παύει να μου κάνει εντύπωση το φαινομενικά απλό γεγονός: να βλέπουμε υλοποιημένο τώρα το όραμα και τον σχεδιασμό ετών.
Η λεπτοδουλειά για την τεκμηρίωση των φωτογραφιών, η αναζήτηση αρχείων, η αδιάκοπη έρευνα για τα ιστορικά ψιλά γράμματα, τα όντως σπουδαία.
Και κατόπιν η διαισθητική σύλληψη της παρουσίασης, μέσα από τον ήχο, την εικόνα, τις μαγικές ερμηνείες της τέχνης. Ακούγοντας τον δημιουργό, τον φίλο μου τον Βαγγέλη, (πολύ καιρό πριν) να καταθέτει σκηνοθετικές σκέψεις (ζωηρές αντιλήψεις μιας άλλης αισθητικής) αναρωτιόσουν- θα γίνουν όλα αυτά; Και να, σήμερα, είμαστε μάρτυρες ενός γεγονότος πολιτισμού.
*
Ιστορίες της πόλης μας απλώνονται μέσα στις σελίδες:
-Η οικία του Σίμου στο Βαρόσι, με τις απίστευτες τοιχογραφίες.
-Οι μονοκύλινδρες μηχανές του Μύλου Αναγνώστου να μεταφέρονται, με περιπετειώδη τρόπο, από το Σόροβιτς.
-Το χιονισμένο τοπίο από τον Κισλά, με το μικρό πολυγωνικό κτίριο της Φιλαρμονικής μέσα στην αυλή του Πρώτου Δημοτικού.
-Τα ραδιόφωνα του Κοντογιάνη και οι γλεντζέδες της εποχής.
-Ο Κινηματογράφος ΑΕΤΟΣ του 1929.
-Βάπτιση, μέσα στην Ευαγγελίστρια, με την παρουσία Γάλλων Αξιωματικών, το 1917.
Και πόσα άλλα.
*
Τώρα. Μια φωτογραφία του Μύλου Μπούσιου. Εμβληματικού κτιριακού μνημείου, του οποίου σπαράγματά του καμαρώνουμε σήμερα. (Ευτυχώς πλέον το αρχείου του βρίσκεται στα ΓΑΚ Γρεβενών, αφήνοντας μας να οραματιζόμαστε ένα μικρό, αστικό μεσοπολεμικό μουσείο αφιερωμένο στον Γεώργιο Μπούσιο).
Ο Μύλος Μπούσιου, σημαντικότατη βιομηχανική μονάδα της εποχής, περιγράφεται από τον διαχειριστή - επιστάτη Ηρακλή Καραστέργιο σε 11σελιδο δακτυλογραφημένο υπόμνημα του ως «ατμοϋδρόμυλος» τον οποίο, με μια έμπνευσή του, ο Ανδρέας Μπούσιος, από κουτσόμυλο τον μετέτρεψε σε μεγάλο εργοστάσιο, εφάμιλλο του μύλου του Γκλαβάνη στον Βόλο και του Αλατίνη στη Θεσσαλονίκη. Σε άλλο πολυσέλιδο εκ γραφομηχανής κείμενο αναφέρεται η υπόμνηση του Δημητράκη Μπούσιου «Τον μύλο και να πεινάσετε μην το πουλήστε».
Πολλές οι «ιστορίες» του που αφομοιώνονται σιωπηλά στο ασπρόμαυρο τούτης της λήψης.
*
Τα φώτα αυτής της παρουσίασης θα κλείσουν, θα κλείσει, δυστυχώς και η έκθεση ΣΤΙΓΜΙΟΓΡΑΦΙΕΣ που μετέτρεψε το ωραίο κτίσμα του Α’ Δημοτικού σε ένα σύγχρονο Μουσείο Τέχνης, αντάξιο οποιασδήποτε Ευρωπαϊκής πόλης. Φανταστείτε, στο κέντρο της πόλης μας, μόνιμα τέτοια εφαλτήρια πολιτισμού.
Ελπίζω όμως.
Και βλέπω σε λίγα χρόνια το τόμο αυτό, τον σημερινό, διαλυμένο από την ενθουσιώδη χρήση. Με σκόρπια δεκαεξασέλιδα και σωρεία σημειώσεων πάνω του. Με χαρτάκια να εξέχουν, σημαδεύοντας παθιασμένες αναγνώσεις. Να ξεκουράζεται στο δωμάτιο του μελετητή του -ενός εφήβου· του μελλοντικού ιστορικού του τόπου μας.
Βαγγέλη, σ’ ευχαριστούμε.
Βασίλης Καραγιάννης
Πρόσωπα που είναι δίπλα μας•
αλλά και τόσο μακρινά μας, άφταστα κι άπιαστα δηλαδή...
(Η περίπτωση του Β. Νικόπουλου)
Εξήγηση• συγχωρέστε με για τις γενικολογίες που θα πω στη συνέχεια, δεν είμαι από τα Γρεβενά για να σχολιάσω ή να συγκινηθώ ορισμένως από τη θεματολογία, τα ενσταντανέ του κ. λπ. τα επιμέρους αλλά ξεφλουδίζω τις εντυπώσεις μου από το Λεύκωμα ως τρίτη κι εξ ορισμού φίλια δύναμη. Είναι μια προσωπική αλλά όχι κι αξιολογική τοποθέτηση παρότι περιέχει σε υπερ-θετικό βαθμό κρίσεις. Ναι, θα δοξολογήσω γενικά και κάπως αόριστα και ο,τι έχω να πω για τον Β.Ν. θα το πω και ό,τι ήθελε προκύψει.
Την περίοπτον θέσιν του Προϊσταμένου του Ειρηνοδικείου Κοζάνης, τίτλος που θα μπορούσε από μόνος του να είναι διήγημα του Τσέχωφ ή του Γκόγκολ κάποια νουβέλα, την ορίζει μια πινακίδα στην είσοδο του γραφείου στον 1ο όροφο του Δικαστικού Μεγάρου, χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις, ότι τα υπηρεσιακά του καθήκοντα είναι εκ του νόμου οριζόμενα. Ο ρόλος του εκεί προϊσταμένου είναι κλειδί μεταξύ πολιτών, υπαλλήλων και του άρχοντα της θέσης, συνήθως αρχόντισσα, που φέρει το μέγα αξίωμα του ή της Ειρηνοδίκης.
Θέλω να πω, πως τον φέροντα τον ρόλον - ζυγόν αυτής της καθημερινότητας αρμoδίως και αμφίδρομα προς τα άνω και προς τα κάτω, τον έβλεπα τον καιρό που οι πολίτες-υπήκοοι του φαύλου κράτους και διοίκησης, της περιοχής μας ήθελαν κι όφειλαν- να τακτοποιήσουν τα γήινά τους, ως εμπράγματη παρουσία και περιουσία στα κτηματολόγια. Να βρίσκεται ο εν λόγω προϊστάμενος κ. Ε. Νικόπουλος σε μια υπηρεσιακή δίνη, ένα στρόβιλο χωρίς στριφογυρίσματα, αφού ο πολίτης, όπως και οι πελάτες στα ζυθεστιατόρια του άλλοτε και τις ταβέρνες του τώρα, έχει πάντα δίκιο. Οχι μόνον αυτό αλλά οι εν απογνώσει πολίτες-πελάτες σε άγνοια συνήθως διατελούντες, εύρισκαν ως θύτες πλέον, λυτρωτικό τόπο και καταφύγιο την υπηρεσία με τους έντιμους του διοικητικού τρόπου, αυτά τα αφανή θύματα της καθημερινής, εμπόλεμης ειρήνης του πολίτη κατά του κράτους και το αντίθετο. Τον εθαύμαζα για την στωικότητα, την ευπρέπεια, την ανθρωπιά, την συγκατάβασή του. Φυσικά και δεν είμαστε όλοι έτσι όταν οι θέσεις και οι μικροεξουσίες μας μπαγλαρώνουν την ψυχή και μας καβαλικεύουν στο σώμα κανονικά.
Οπως δεν είμαστε και όλοι φανατικοί με το ωραίο, το περιπαθές, το φευγάτο τις καταστάσεις δηλ. που μαλακώνουν το είναι μας, οι οποίες αφαιρούν τις πέτσες και τα λέπια από τις βάρβαρες καθημερινές μας συνήθειες
Ο κυρ’ Βαγγέλης Νικόπουλος είναι ένα από τα θύματα ειρήνης που γίνονται διπλό παρανάλωμα υπέρ των πολιτών κατ΄ αρχήν και υπέρ των καλλιτεχνικών παθών του κατά δεύτερον αλλά κύριον λόγον. Ναι, μιλώ και περιγράφω τοιουτοτρόπως ένα ανώτερο υπάλληλο της κατώτερης δικαιοσύνης, μάλλον του πρώτου σκαλιού της, του οποίου το όνομα άνευ επιθετικών προσδιορισμών, ήταν και είναι χαραγμένο και στα εξώφυλλα δύο βαρύτιμων τόμων ο πρώτος κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια και ο δεύτερος προχτές κι ημείς τον διεξήλθαμε ηλεκτρονικώς.
Ο Β. Ν. δεν είναι μόνον συγγραφέας, ζωγράφος, φωτογράφος, σελιδοποιητής, τεχνικός, συλλέκτης, ταξιδευτής ή κι εμπορευόμενος το υλικό του• είναι όλα αυτά μαζί τα οποία όμως ορίζουν τον Δημιουργό. Ενας μικρός θεός που με τα χέρια του σώματος και της ψυχής δημιουργεί έργα και καταστάσεις ανωτέρας αισθητικής ουσίας.
Βιβλία και προσπάθειες που συνορεύουν με μια περιουσία είτε για να τη χάσεις είτε και για να την κερδίσεις. Το πρώτο είναι πιο κοντά στο σύνηθες και είναι η πιο ρεαλιστική και πιο εύκολα αποτιμημένη εκδοχή, ενώ η δεύτερη φέρει το νοερό φωτοστέφανο μιας δόξας (και λόξας) εκείνης των σημαδεμένων από τη μοίρα να δημιουργήσουν ξεχωριστά έργα. Αλλά όχι απαραίτητα και να κερδίσουν χρήματα, αλλά ποιός μιλά γι αυτά σήμερα που η μέθη της ωραιότητας μας διαπερνά και μας διαποτίζει σαν την υγρασία του φετινού καλοκαιριού.
Ενα τέτοιο έργο και πρόσωπο κρύβεται πίσω από τον τυπικό κύριο Προϊστάμενο χωμένο σε σφραγίδες, χαρτόσημα, δικογραφίες, αιτήσεις, βεβαιώσεις, πρακτικά δικών δι’ ελάσσονα αδικήματα περιουσιακής φύσεως.
Αν τον εκτιμώ για τη συμπεριφορά του ως δημόσιο λειτουργό τότε τι να πω για το πνευματικό καλλιτεχνικό του έργο. Θα πρέπει να πω λατρευτικές κουβέντες. Το έργο του είναι από τις σπάνιες για τον τόπο και την περιοχή μας μοναδικές και στο εντελώς ατομικό επίπεδο ολοκληρωμένες καταστάσεις δημιουργίας.
Είθισται όταν παρουσιάζουμε στο κοινό βιβλία, να τα συστήνουμε όχι βέβαια ως εμπορικοί εκπρόσωποι αλλά εξ ιδίας διαθέσεως κι επιθυμίας για να πείσουμε τους αξιοτίμους πελάτας για την αξία, τη χρησιμότητα, τη σπουδαιότητα του είδους και τελικά ίσως και την αγορά τους. Με τον τόμο αυτό νομίζω πως ο Δημιουργός του (με τη έννοια που του δίνει ο Χ.Λ. Μπόρχες) συναγωνίζεται με την ιστορία του εκδοτικού είδους ανά την επικράτεια των εκδοτικών σημείων. Σου είναι (μου είναι δηλαδή), δύσκολο έως αδύνατο να εκθειάζεις το αυτονόητον.
Μια αδόκιμη ίσως αναλογία, αλλά θα την πω κι ας ακουστεί ως υπερβολή, άλλωστε μέσα στην υπερβολή των καλλιτεχνικών αισθήσεων, διαισθήσεων μη και παραισθήσεων, διατελούμε απόψε. Με τι λόγια να επενδύσουμε αυτό το εκδοτικά μεγαλειώδες λεύκωμα του Β. Ν. «Γρεβενά 1912 – 1940». Αναρωτήθηκε κάποτε ή μάλλον ρωτήθηκε ο Ροντέν γιατί έχει φτιάξει γυμνό τον Β. Ουγκώ. Κι αυτός απάντησε: - Με τι ρούχα να ντύσω ένα Θεό. Είπα τηρουμένων πολλών αναλογιών και μέσα στη μέθη της καλαισθησίας και δημιουργίας που διατελώ από το γύρω μας και παθαίνομαι, με τι λόγια θα ενδύσουμε αυτό το λεύκωμα που φτάνει στα όρια της υψηλής δημιουργίας.
Ο Β. Ν. Συνομιλεί με τα σημαντικά επιτεύγματα της εκδοτικής τέχνης καθώς και τους δημιουργούς της ταυτόχρονα συνθέτοντας της πόλεως των Γρεβενών το ατέλειωτο παραμύθι (και την παραμυθία της) με τα ασπρόμαυρα ενσταντανέ ανθρώπων εποχών καταστάσεων
Αυτό το βιβλίο λεύκωμα θυμίζει άρπα που λένε πως είναι από μόνη της μια ολόκληρη ορχήστρα, αφού το λεύκωμα είναι σύνθεση πολλών επιμέρους τεχνών, γνώσεων και περι- συλλογών. Ο δημιουργός και συνθέτης κατόρθωσε να συλλάβει το φευγαλέο, το μακρινό, το χρόνο δηλαδή και να τον εντάξει στις φόρμες της επιθυμίας, του πάθους του, στα μέτρα του είναι του, να πω καλύτερα. Παρόμοιες συνθέσεις είναι έργα ζωής αφού για να πραγματοποιηθούν χρειάζονται να φαγωθούν από το Μινώταυρο της προσπάθειας κομμάτια της ζωής των δημιουργών. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα και το κακό αφού Αριάδνες πάντα θα βρίσκονται για να πέσουν θύματα της μοίρας και του έρωτά τους αλλά και να δώσουν το σωτήριο μίτο στο Θησέα να επιστρέφει με τα άσπρα όμως πανιά των ονείρων του.
Στο ιστορικό κέντρο της πόλεως των Γρεβενών ο άλλοτε πολιτικός, υπουργός Κ. Ταλιαδούρης, ο νεότερος «άγιος» και προστάτης της περιοχής, ανάγλυπτα διαιωνίζεται σε διπλή παράσταση πραγματικότητας και στο απείκασμά της –, όπως στη γλυπτική σύνθεση του Ερωτόκριτου στο Ηράκλειο όταν αυτός βλέπει εκ του πάθους του διπλή την αγαπημένη του- ανακήρυξε τον τόπο αυτό ανεξάρτητο Νομό από αυτό της Κοζάνης. Τον όρισε δε εκ νέου στον ελλαδικό χώρο. Ο Β. Ν. με τα Λευκώματά του αποτυπώνει αυτόν αισθαντικά και τεκμηριωμένα στον ιστορικό του χρόνο. Αρα οι τόμοι του έχουν και γενέθλια ληξιαρχική αφετηριακή αξία.
Κύριοι Γρεβενιώτες το λοιπόν, παρακαλώ γκρεμίστε μια εκ των προτομών του πολιτικού και στήστε μια άλλη γλυπτική σύνθεση, χωρίς τα «εθνικά» σας μανιτάρια εννοείται, με εκείνους τους συμπατριώτες σας που γράφουν και με τη ζωή τους, την ιστορία σας και δεν είναι μόνον ο σημερινά τιμώμενος Δημιουργός.
Αυτό το οιονεί μπαρόκ δημιούργημα που έχει την όψη και το σχήμα του βιβλίου δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται. Είναι μια σωστική Κιβωτός που ρίχτηκε στα Ωκεάνια βάθη και βύθη της ιστορικής λήθης για να διασώσει ό,τι ο χρόνος απωθεί προς το τίποτα της ανθρώπινης μνήμης μας και θέλει να το υποκαταστήσει με της τρέχουσας αναγκαιότητας τα χρειώδη. Ο,τι σώζεται στο λεύκωμα του Β. Ν διασώζεται δια παντός από την απώλεια είτε από την ανθρώπινη αδυναμία είτε από τη θεσμική ουδετερότητα κι αδιαφορία για τα έργα της όχι ευρείας και λεπταίσθητης παραδεδεγμένης χρησιμότητας και παραδοχής.
«Ένας άνθρωπος», γράφει ο Χ.Λ. Μπόρχες στον επίλογο του «Δημιουργού» του, «βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Μετά από καιρό, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του.»
Ο Β. Ν. με το δεύτερο Λεύκωμα και ό,τι αυτό του στοίχισε σε θυσίες, αγωνίες, περιπλανήσεις, τις μικρές Οδύσσειες για την αναζήτηση και εύρεση και προμήθεια των υλικών του, σχημάτισε την αυτοπροσωπογραφία του τώρα. Τα μεγάλα έργα τελικά είναι οι δημιουργοί τους αυτοί που δεν κρατιούνται από τίποτε κι ετοιμάζουν ήδη το επόμενο εξαίσιο ταξείδι τους.
Νίκος Σιώκης
Το νέο εκδοτικό εγχείρημα του Βαγγέλη Νικόπουλου, παρότι αναμενόμενο, αποτέλεσε για μένα μία ευχάριστη έκπληξη. Δεν αναφέρομαι τόσο στην εξωτερική ποιότητα αυτής της εργασίας, η οποία είναι δεδομένη, αλλά στο γεγονός ότι μας δίνει το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός γόνιμου επιστημονικού προβληματισμού.
Η έκθεση και ο σχολιασμός φωτογραφιών ως μηχανισμός διάσωσης, ανάπλασης ή και δημιουργίας μίας μνήμης συνιστά πάντα μία ιδιαίτερα σημαντική πρακτική. Η οπτική ανάγνωση των στιγμών, ως αντικείμενο επιστημονικής προσέγγισης, έχει ήδη διανύσει έναν σημαντικό ιστορικό κύκλο, δεδομένου ότι οι πρώτες προσπάθειες ξεκινούν από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η χρησιμότητά της, στο βαθμό που επιχειρεί μία αντικειμενική καταγραφή για τις επόμενες γενεές κοινωνιών, που έχουν ήδη έχουν περάσει στη λήθη, είναι προφανής. Παράλληλα, όμως, η παράθεση ενός φωτογραφικού υλικού που φιλοδοξεί να αποτελέσει τεκμήριο ιστορικής μαρτυρίας δημιουργεί συνειρμούς. Αυτοί αφορούν κυρίως την προβληματική και τη μεθοδολογία αυτής της παράθεσης, δηλαδή το ποια είναι η σχέση της με την επιδιωκόμενη επιστημονική αναπαράσταση.
Μία εμπεριστατωμένη, λοιπόν, αξιολόγηση της τελευταίας μελέτης του Βαγγέλη Νικόπουλου δεν μπορεί να αγνοήσει την ανωτέρω προβληματική. Για αυτό, πριν ακόμη μελετήσω το βιβλίο ως επιμελητής της έκδοσης και έχοντας πάντα υπόψη ότι ο Βαγγέλης Νικόπουλος έχει διαγράψει ήδη μία συγκεκριμένη συγγραφική πορεία, είχα αναρωτηθεί για τον τρόπο προσέγγισης αυτού του οπτικού υλικού. Οι διαστάσεις της μεθοδολογίας του γίνονται αντιληπτές ήδη από τις πρώτες σελίδες του, στις οποίες διαπιστώνει κανείς ότι με αυτή την έκδοση δεν αποσκοπεί σε μία απλή προσέγγιση του οπτικού του υλικού. Δηλαδή δεν αποσκοπεί μόνο στη συγκέντρωση και καλαίσθητη παρουσίαση ενός όγκου φωτογραφιών ξεχασμένων στα συρτάρια κάποιων ανθρώπων. Δεν παραγνωρίζουμε καθόλου τη σημασία τέτοιων προσπαθειών, οι οποίες εκτός από τον κόπο και τον χρόνο που απαιτούν εμπεριέχουν πάντα μία καλλιτεχνική διάσταση. Όμως για τον Βαγγέλη Νικόπουλο το ζητούμενο είναι μία προσέγγιση βάθους, κάτι που αναδεικνύεται ξεκάθαρα από τον τρόπο με τον οποίο επεξεργάστηκε αυτό το υλικό. Η κατάταξή του σε χρονολογικές ενότητες, η οποία σε πολλές περιπτώσεις παραβιάζεται για λόγους αισθητικής, καθώς και η κειμενική του ανάλυση, μέσω της οποίας το εντάσσει στα κοινωνικοοικονομικά και ιστορικά συμφραζόμενα μίας εποχής, συνιστούν εργαλεία μίας σαφούς επιστημονικής πραγμάτευσης. Η ιστορική της θέαση, επιβεβλημένη από την ίδια τη φύση του υλικού, καθιστά αυτή την έκδοση μία ιστορική μελέτη, γεγονός που μας δίνει την ευκαιρία να ορίσουμε και τα πραγματικά όρια μίας τέτοιας προσέγγισης. Συγκεκριμένα, από την στιγμή που οι φωτογραφίες αναδεικνύουν ένα παρελθόν, ο διάλογος με την ιστορία καθίσταται αναπόφευκτος. Συνεπώς η ιστορική αποδεικτική του φωτογραφικού υλικού καθίσταται κεντρικό σημείο αξιολόγησης κάθε εργασίας που βασίζεται σε οπτικό υλικό. Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση θέτει τα ορισμένα καίρια ερωτήματα. Είναι η φωτογραφία γνήσια αποτύπωσή μίας «πραγματικότητας» ή απλή αναπαράσταση της; Και εφόσον αναφερόμαστε στη ιστορική της αποδεικτική, έχει κύρος αυθεντικής μαρτυρίας; Η διατύπωση αυτών των προβληματισμών δεν θα είχε κάποια θέση στον επιστημονικό διάλογο, αν δεν επικρατούσε ευρέως η πεποίθηση ότι η ιστορική αποδεικτική κάθε φωτογραφίας είναι αυτονόητη. Δηλαδή, από την στιγμή που καθηλώνει αυτό που υπήρξε, αποδεικνύει το παρελθόν χωρίς να απαιτείται η διαμεσολάβηση του ιστορικού λόγου.
Στην πραγματικότητα όμως μία αντικειμενική θεώρηση δεν μπορεί να εκλάβει τις φωτογραφίες ως «παράθυρα» στο παρελθόν, αν δεν λάβει υπόψη τις πολιτισμικές και ιστορικές συμβάσεις που διέπουν και δομούν τη φωτογραφική εικόνα, οι οποίες εν τέλει διαμορφώνουν και την αξία της ως απόδειξη. Συνεπώς βασικότατη προϋπόθεση για τη χρήση του οπτικού υλικού ως ιστορική μαρτυρία είναι ο έλεγχός τους με την ίδια αυστηρότητα που εφαρμόζεται για τις γραπτές πηγές. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο ρόλος του δημιουργού μίας φωτογραφικής παράθεσης δεν καθίσταται απλά κομβικός αλλά σχετίζεται άμεσα και με την επιστημονική του συγκρότηση. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε το φωτογραφικό του υλικό ο Βαγγέλης Νικόπουλος αποδεικνύει ότι κατανοεί πλήρως τις διαστάσεις αυτού του θέματος. Δηλαδή έχει επίγνωση του γεγονότος ότι η υποτιθέμενη αποδεικτική δύναμη της φωτογραφικής εικόνας μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός τεκμηρίωσης κάποιου επιθυμητού παρελθόντος, το οποίο ωστόσο υφίσταται μόνο μέσα στο φωτογραφικό κάδρο.
Η φιλοπατρία του Βαγγέλη Νικόπουλου και το συλλεκτικό του πάθος δεν αναιρούν με τίποτα την ιδιότητά του ως ερευνητή και αυτό είναι που καθιστά το έργο του πιο σημαντικό. Γνωρίζει ότι η επιστημονική ανάγνωση ενός οικείου κόσμου απαιτεί την υπέρβαση κάθε υποκειμενικότητας ή συλλογικής ταυτότητας. Γι’ αυτό και φροντίζει μέσα από την κειμενική του ανάλυση να μας υπενθυμίσει ότι αυτές οι φωτογραφίες παρά την συναισθηματική τους αξία δεν αποτελούν παρά τις οπτικές αντανακλάσεις μίας κοινωνίας που βιώνει μία ιστορική πορεία.
Για να καταστεί η συγκεκριμένη ιστορική αντίληψη μία τεκμηριωμένη αφήγηση απαιτεί πρωτίστως καθορισμό ενός ερευνητικού στόχου. Έχοντας πάντα υπόψη την ανάλυση που προηγήθηκε αντιλαμβανόμαστε ότι η φύση του αποδεικτικού υλικού που χρησιμοποίησε ο Βαγγέλης Νικόπουλος, δεν αφήνει πολλά περιθώρια εμβάθυνσης. Μπορεί να λέμε ότι μία «φωτογραφία» είναι χίλιες λέξεις, αλλά στην πραγματικότητα κρύβει χίλιες λέξεις. Αν και οι λόγοι που συμβάλουν σε αυτό είναι πολλοί, περιορίζομαι να επισημάνω δύο βασικούς. Πρώτον, το γεγονός ότι πολλοί φωτογράφοι χωρίς να το συνειδητοποιούν δεν φωτογραφίζουν τυχαία αλλά με βάση μία προσωπική θεώρηση του οπτικού υλικού που διασώζουν. Δεύτερον, τα ίδια τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις φωτογραφίες συχνά δεν βρίσκονται εκεί τυχαία αλλά επινοούν την ιδανική πόζα και εμφάνιση για τον εαυτό τους. Ο Βαγγέλης Νικόπουλος, έχοντας υπόψη τις (προαναφερόμενες) ερευνητικές αδυναμίες κάθε οπτικού υλικού, αντιλαμβάνεται ότι η αποκωδικοποίηση της ιστορίας και του πολιτισμού των Γρεβενών μέσα από μία συλλογική παράθεση εικόνων είναι εφικτή μόνο αν αυτές συμβάλουν στην ανίχνευση στοιχείων που τεκμηριώνουν μία ιστορική αφήγηση. Παρακάμπτοντας λοιπόν τον αφηρημένο αφηγηματικό ρόλο των φωτογραφιών φροντίζει, στο βαθμό που αυτές τεκμηριώνουν και δεν παραπλανούν την ιστορική του έρευνα, να τις μετατρέψει σε αποδεικτικό υλικό. Με την κειμενική ανάλυσή του, η οποία έπεται του φωτογραφικού υλικού αυτής της μελέτης, μας υποδεικνύει ότι μία διεξοδική προσέγγιση του ερευνητικού του στόχου δεν μπορεί να βασιστεί σε μία απλή περιγραφή του οπτικού θέματος, αλλά απαιτεί διείσδυση σε περισσότερους επιστημονικούς χώρους. Αυτή η ανάλυση, η οποία αναδεικνύει μία ακόμη πτυχή των ερευνητικών προσπαθειών του Βαγγέλη Νικόπουλου, προσδίδει στην εργασία του μία σαφή γλωσσολογική διάσταση καθιστώντας την έτσι μία υπόθεση διεπιστημονικής προσέγγισης. Αυτή η ιδιαιτερότητα μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε ότι πίσω από τις φωτογραφίες, διακρίνονται συχνά τα έμφυλα, ταξικά, ηλικιακά και άλλα πρότυπα σε συγκεκριμένα ιστορικά και πολιτισμικά πλαίσια. Αυτό το στοιχείο προσέφερε στον Βαγγέλη Νικόπουλο τη δυνατότητα να προσδώσει στη μελέτη του μία ευρύτερη ερευνητική διάσταση. Με το ένστικτο του ιστορικού που τον διακατέχει, διείδε ότι το συγκεκριμένο οπτικό υλικό μπορεί να τεκμηριώσει μία αφήγηση αναφορικά με την ιστορική εξέλιξη των Γρεβενών. Ως ερευνητής της τοπικής ιστορίας συνδυάζει τις γνώσεις του με το οπτικό υλικό κατά τρόπο ώστε να τονιστούν βασικά κοινωνικά και ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής αναφοράς.
Έχοντας υπόψη τα προαναφερθέντα θα ήθελα σε αυτό το σημείο να επισημάνω μία μοναδικότητα της μελέτης του Βαγγέλη Νικόπουλου. Αυτή έγκειται στο γεγονός ότι εστιάζει στην πολυεπίπεδη ερμηνεία ακόμη και φωτογραφικών πορτραίτων, τα οποία προσφέρουν πολύτιμο υλικό για τον ιστορικό ερευνητή. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι, όταν διερευνούμε περιπτώσεις συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, οφείλουμε να ερευνούμε όλες τις πλευρές. Διαφορετικά αδυνατούμε να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη αντίληψη αναφορικά με τα ιστορικά γεγονότα και τις αιτίες τους.
Το συγκεκριμένο φωτογραφικό μοντάζ παρουσιάζει πρόσωπα που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό που ονομάζουμε κουτσοβλαχικό ζήτημα και αφορούσε άμεσα την περιοχή των Γρεβενών, εφόσον τμήματα του πληθυσμού της βρέθηκαν στη δίνη αυτών των γεγονότων, τα οποία τραυμάτισαν τη συνοχή των τοπικών κοινωνιών. Τέτοια πρόσωπα και γεγονότα αντιμετωπίζονταν μέχρι σήμερα από τους μελετητές ως ταμπού. Μεταξύ αυτών ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, ο οποίος το α’ μισό του 20ού αιώνα πρωτοστάτησε σε δράσεις αυτονομιστικές και αποσχιστικές και στις προθέσεις του ήταν η δημιουργία ξεχωριστής εθνικής συνείδησης στους βλαχικούς πληθυσμούς της Πίνδου. Αποκορύφωμα υπήρξε η ίδρυση της λεγόμενης Ρωμαϊκής Λεγεώνας, ένα τάγμα ενόπλων που συνεργάστηκε με τις ιταλικές αρχές κατοχής. Κι ενώ μέχρι σήμερα στις αναφορές των μελετητών και στις διηγήσεις των τοπικών κοινωνιών το όνομά του αναφέρεται συχνά, ποτέ δεν είχαμε μια ολοκληρωμένη εικόνα τόσο για το πρόσωπό του όσο και για τη δράση του. Αντιλαμβανόμενος ότι ο Βαγγέλης Νικόπουλος επιζητεί διαρκώς μια πληρέστερη παρουσίαση προσώπων και γεγονότων που σχετίζονται με την τοπική ιστορία, αποφάσισα να του παραχωρήσω αυτή τη φωτογραφία του Διαμάντη, καρπό πολύχρονης προσωπικής έρευνας αναφορικά με το κουτσοβλαχικό ζήτημα.
Με αφορμή αυτή τη διαπίστωση μπορούμε να προβούμε και σε μία γενικότερη αξιολόγηση της εργασίας του Βαγγέλη Νικόπουλου. Θεωρώ ότι ως μελέτη της τοπικής ιστορίας και του τοπικού πολιτισμού στοχεύει σε μία πολλαπλή επιστημονική ανάγνωση.
Σε αυτή ο διάλογος της ανθρωπολογίας και της συνολικής ιστορίας εμφανίζεται ως μία υποχρεωτική συνθήκη στην προσπάθεια διάκρισης των επιμέρους πτυχών που τον συγκροτούν.
Σίγουρα για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Γρεβενά, αυτή η προσπάθεια αποτελεί μία σημαντική προσφορά. Συνδέοντας μέσω αυτής προγόνους και απογόνους, αφηγήσεις και πραγματικότητες, επαναδημιουργεί μία συλλογική μνήμη η οποία συναθροίζει έστω και νοερά την πραγματική ή ιδεατή κοινότητα των Γρεβενιωτών όλου του κόσμου. Για την ιστορική, ωστόσο, έρευνα αυτή η εργασία έχει μία διαφορετική διάσταση. Επισημαίνει ένα σημαντικό επιστημονικό κενό όσον αφορά τις έρευνες και μελέτες που έχουν ως τώρα γίνει σχετικά με την ιστορική εξέλιξη επαρχιακών πόλεων και τις διαστάσεις του πολιτισμού τους.
Δρ Νικόλαος Σιώκης
Βαγγέλης Νικόπουλος
Η σχέση με την ιστορία συνήθως γίνεται πιο εύκολη όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε χρονικά από τα γεγονότα. Θετικές μνήμες λαμπρύνονται, μνήμες αρνητικές ξεθωριάζουν, οι παλιές γενεές που ενδεχομένως θα εξέφραζαν αντίλογο φεύγουν με τη νομοτέλεια των βιολογικών ρυθμών, καταθέτοντας όμως τη μαρτυρία τους για τους μεταγενέστερους, με καταλυτικές επιδράσεις στην ιστορική έρευνα και αποσαφήνιση.
Η οπτικοποίηση ωστόσο της παρελθούσας πραγματικότητας, έχει καταστεί αναγκαία αναγνωρίζοντας ότι το οπτικό υλικό και ιδιαίτερα η φωτογραφική του εκδοχή, που εμπλουτίζει σημαντικά τα πρωτογενή κειμενικά τεκμήρια, παρέχοντας μια συνολική μαρτυρία και γνώση για τις πιο πρόσφατες σελίδες της ιστορίας. Η φωτογραφία που υπήρξε από την εφεύρεσή της, στενά συνδεδεμένη με την τυπωμένη σελίδα και τον κειμενικό λόγο, επιτυγχάνει κυρίως να είναι η υπογράμμιση της κατεξοχήν δραματικής υφής της ιστορικής εξέλιξης, καθώς μέσα από την εικόνα το παρελθόν βιώνεται με ιδιαίτερη ένταση, αποκτώντας έναν πρόσθετο δυναμισμό.
Στις ζυμωμένες φωτογραφίες του πονήματος, αποπειράθηκε να συνυφανθούν διακριτικά αλλά ισχυρά, το επίσημο με το ανεπίσημο και το ιδιωτικό με το δημόσιο, καταφέρνοντας να τινάξουν από πάνω τους τη σκόνη του χρόνου διεκδικώντας εκ νέου προσοχή, οδηγώντας τον αναγνώστη να αποδελτιώσει τη ροή των γεγονότων μέσα από τις σκηνές της μικροιστορίας και μακροιστορίας της πόλης των Γρεβενών κατά τη χρονική περίοδο 1912-1940. Επίσης πρόθεση της έκδοσης, εκτός από την αποτύπωση των φωτογραφιών, την αντιμετώπισή τους -στις περισσότερες περιπτώσεις σαν ένα γεγονός- καθώς και τη βαθύτερη ανάλυση τους, ήταν να συνταιριαστούν κείμενα με έγραφα, αξιόγραφα με διαφημιστικές ρεκλάμες, τιμολόγια με μονόφυλλα και Card visit, ώστε να γειτνιάσει η αισθητική με την τεκμηρίωση και να αναδειχθεί η γοητευτική πρόσμιξή τους.
Επιπρόσθετα αν διεισδύσει κανείς στις φωτογραφίες, θα ανακαλύψει τις καινοτομίες που αναστάτωσαν την πόλη για να την εκσυγχρονίσουν, τους νεωτερισμούς που έφεραν προσωρινές αμηχανίες, την αδρεναλίνη πολιτικών γεγονότων που γέννησαν νικητές και θύματα και όλα αυτά μέσα από την επιδίωξη της αποκάλυψης του αθησαύριστου πλούτου των ιδιωτικών αρχείων, που συγκροτούνται φυλάσσοντας συνήθως οικογενειακές Θερμοπύλες.
Ωστόσο τα φωτογραφικά ντοκουμέντα που έχουν διασωθεί και κοσμούν το παρόν λεύκωμα, οφείλουν την ύπαρξη τους κατά μεγάλο μέρος, στους άσημους φωτογράφους της ελληνικής ενδοχώρας ,οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της ΄΄ Οπτικής Συνείδησης ΄΄ όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος.
H δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, συγκαταλέγεται στις πιο κρίσιμες περιόδους της ιστορίας του νεότερου ελληνισμού, χαρακτηριζόμενη από την εναλλαγή μεγάλων θριάμβων και επώδυνων ρήξεων, και υπήρξε καθοριστική για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας σφαίρας σε όλους τους τομείς. Κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, του μεγάλου πολέμου και στη συνέχεια του Μεσοπολέμου, που ο κόσμος συγκλονίστηκε από μεγάλες αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της ζωής των ανθρώπων, η φωτογραφία κατάφερε να κατακτήσει τα μεσαία κοινωνικά στρώματα και ήταν ίσως η πρώτη φορά που πέτυχε να καταγράψει με επάρκεια τον ιδιωτικό φωτογραφικό χώρο.
Η παρούσα έκδοση που αφορά τη χρονική περίοδο 1912-1940, κατά την οποία η σκιά της ιστορίας πλανήθηκε βαριά πάνω από την ελληνική επικράτεια, εστιάζει στην πορεία και στις διαδικασίες μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκε η πόλη των Γρεβενών, η οποία απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό τον Οκτώβριο του 1912.
Η περιήγηση στις σελίδες του λευκώματος, ξεκινά με ένα φωτογραφικό πανόραμα , το οποίο λήφθηκε από το φωτογραφικό δίδυμο των αδελφών Μανάκια περί το τέλος της οθωμανικής περιόδου, και καταγράφει την ασάλευτη πόλη, σε μία εποχή κατά την οποία, δεν ήταν κανόνας στη φωτογραφία καθώς -παρά τη διείσδυση του θέματος μέσα από τη σταδιακή άνοδο της καρτ-ποστάλ- το τοπίο δεν είχε ακόμη αποκτήσει ερείσματα στην ελληνική ενδοχώρα, και ήταν ακόμη κατά μια έννοια ‘αθέατο’ στο φακό.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, που έδωσαν μια νέα διάσταση στην εθνική συνείδηση των Ελλήνων και επέφεραν την ενσωμάτωση νέων εδαφών στον εθνικό κορμό, είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση της πόλης, ένα έτος μετά την αποτρόπαιη δολοφονία του Μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανού (1911). Η ατμόσφαιρα του πολεμικού τοπίου εκείνων των ημερών καταγράφεται σε δύο σωζόμενες φωτογραφίες. Η πρώτη προήλθε από τον φακό του φωτογράφου Γεωργίου Χρυσοχόου Μαργαρίτη, ο οποίος απαθανάτισε τα ελληνικά στρατεύματα στην ύπαιθρο έξω από την απελευθερωμένη πόλη, και διασώθηκε χάρη στην προνοητικότητα των απογόνων του. Το δεύτερο τεκμήριο λήφθηκε από άγνωστο μέχρι σήμερα φωτογράφο και απεικονίζει σε καρέ ολόσωμου ομαδικού πορτρέτου τον Μακεδονομάχο Ιωάννη Τριβένη, ο οποίος ποζάρει με έλληνες στρατιώτες σε άγνωστο σημείο της απελευθερωμένης πόλης, φορώντας μακεδονικό ντουλαμά και φέροντας οπλισμό των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Πάνω σε αυτήν την ανασυγκρότηση που εδράσθηκε η επιτυχία των στρατιωτικών δυνάμεων κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, με αποτέλεσμα τον διπλασιασμό της εθνικής επικράτειας, και την ανάδυση της Ελλάδας ως υπολογίσιμου παράγοντα της διεθνούς ζωής, οφείλονται οι μουντές σελίδες στον τύπο της εποχής, λόγω της έναρξης του Μεγάλου Πολέμου και του Εθνικού Διχασμού, που σφράγισαν την ελληνική κοινωνία έως το τέλος της Μεγάλης Ιδέας με την τραγωδία του 1922.
Οι αρχές της πόλης θα υποστούν τις συνέπειες της φιλοβασιλικής τους στάσης με φυλακίσεις και εκτοπίσεις από τις εγκαταστημένες Γαλλικές δυνάμεις, που στο πέρασμά τους από την πόλη άφησαν πίσω τους φωτογραφίες, οι οποίες απηχούν την ατμόσφαιρα των καιρών. Η χρονική περίοδος που διανύεται, θα είναι η αφορμή για να ληφθούν φωτογραφικά τεκμήρια που φανερώνουν την παρουσία στην περιοχή της στρατιάς της Ανατολής, καθώς η βουή της Ιστορίας σκέπαζε την πόλη και οι ακροβολιστές της Σενεγάλης βολτάριζαν αργόσχολα στις πλατείες της.
Η φονική Ισπανική γρίπη που έπληξε την υφήλιο το 1918, στο θανατηφόρο πέρασμα της από την περιοχή θα αφήσει στο πέρασμα της νεαρά θύματα, και θα δώσει τις αφορμές σε επιχώριους φωτογράφους να απαθανατίσουν για λόγους ενθύμησης των συγγενών, μεταθανάτιες φωτογραφίες των θυμάτων.
Η φρίκη του πολέμου από το μικρασιατικό μέτωπο του Εσκί-Σεχίρ και Προύσης θα έχει ως αποτέλεσμα Γρεβενιώτες στρατεύσιμοι, να μεταφερθούν ως τραυματίες με το πλωτό νοσοκομείο ΄΄Αμφιτρίτη΄΄ στη Θεσσαλονίκη και να νοσηλευτούν στα στρατιωτικά νοσοκομεία της συμπρωτεύουσας.
Έπειτα από τη πτώση του μετώπου και την Εθνική ήττα που αποτέλεσε ορόσημο, μετά την εισροή των προσφύγων και την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι συνθήκες ασφυξίας που δημιουργήθηκαν αντιμετωπίστηκαν από τον Γεώργιο Μπούσιο από τη θέση του Υπουργού Εσωτερικών και Επισιτισμού, καθώς και τον εκλεγμένο στην ελληνική βουλή Κωνσταντίνο Ταλιαδούρη. Τα τηλεγραφήματα που αποστέλλονται από το βουλευτή Ταλιαδούρη προς τον γενικό διευθυντή εποικισμού αποτυπώνει τη τραγική κατάσταση των προσφύγων… ΄΄Κατάστασις προσφύγων Γρεβενών φρικώδης, Δριμύς χειμών επιβάλει εξαιρετικά μέτρα, Προσφυγικόν Νοσοκομείον στερείται παντελώς φαρμάκων΄΄.
Οι πρόσφυγες, που κατέφθασαν στη νέα τους πατρίδα σε άθλια κατάσταση και χωρίς πόρους ζωής, θα αντιμετώπιζαν παράλληλα την προκατάληψη των αυτοχθόνων κατά την αποκατάστασή τους, αντικρίζοντας συν τοις άλλοις και το μνημειακό τοπίο της πόλης, στο οποίο έχει προστεθεί και αποκαλυφθεί πρόσφατα η μαρμάρινη προτομή του Μητροπολίτη Αιμιλιανού, φιλοτεχνημένη από τον καταξιωμένο γλύπτη Θωμά Θωμόπουλο.
Η ενσωμάτωση της περιοχής στο εθνικό κράτος, μαζί με τη μετατόπιση των συνόρων θα επιφέρει και την αναζωπύρωση του ληστρικού φαινομένου. Το φαινόμενο γνώρισε μεγάλη έκταση κατά τη δεκαετία του 1920-30, με την παρουσία ένοπλων ομάδων που η δράση τους, έως την εξάλειψη του φαινομένου, θα αφήσει πίσω μεγάλο αριθμό θυμάτων, καθώς και φωτογραφικά τεκμήρια με αποτρόπαιες εικόνες, που λήφθηκαν έπειτα από δημόσια έκθεση με σκοπό τη νομιμοφροσύνη του λαού.
Η γυναικεία χειραφέτηση που ήδη έχει αποκτήσει ευρεία απήχηση στην επικράτεια, έπειτα από την είσοδο των νέων ευρωπαικών τάσεων της μόδας, της ψυχαγωγίας και των ηθών στην ελληνική πρωτεύουσα, θα δώσει την αφορμή για τη σύσταση της Φιλοπτώχου Αδελφότητας Κυριών Γρεβενών με φιλανθρωπική, κοινωνική και πολιτιστική δράση.
Η συνεκτική αστική ταυτότητα που τροφοδοτούνταν με νέα στοιχεία του “καινούργιου κόσμου”, κατέφθαναν στη πόλη με την αναπόφευκτη χρονική καθυστέρηση και διάχυση στα κοινωνικά στρώματα, παρά τα όποια πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα χαρακτήριζαν την περίοδο. Οι χοροί της εποχής, με την εντυπωσιακή παρουσία τζαζ μπάντας, κατάφερνε να ξεσηκώσει χορευτές και χορεύτριες πάνω σε ρυθμούς φοξ-τροτ, βαλς, ταγκό, καντρίλιες, σε ελληνικούς χορούς, αλλά και σε ζωηρά τσάρλεστον που κέρδιζαν όλο και περισσότερο έδαφος, ενώ συχνές ήταν και οι συναθροίσεις με αφορμή τα εγκαίνια δημοσίων, εκκλησιαστικών και ιδιωτικών κτιρίων. Στα σαλόνια των ευκατάστατων οικογενειών οι παρέες γλεντούσαν και χόρευαν και οι νύχτες συνήθως έκλειναν με χαρτοπαιξία των ενηλίκων. Οι γαλλικές λέξεις μαμαζέλ, μερσί και ορεβουάρ αποτελούσαν κώδικα αναγνώρισης ενός τμήματος της τοπικής μικροαστικής κοινωνίας. Τη κοσμική κίνηση της πόλης, θα μονοπωλεί από το 1928 ο αποκριάτικος χορός του Πυρσού , όπου δίδεται η ευκαιρία για τις εμφανίσεις του γυναικείου πληθυσμού με καλαίσθητα ενδύματα Ζορ- ζετ, και μακριές εσάρπες ετόλ. δημιουργώντας μια μοναδική ατραξιόν.
Η αστική νεωτερικότητα που έχει απλωθεί , θα αλλάξει το τοπίο διαχέοντας την αύρα του μητροπολιτισμού, όπως προδίδει το «Μικρό Παρίσι» ως τίτλος τοπικού καφενείου, όπου οι παρέες ακολουθώντας τη συνήθη διαδρομή κατά τον απογευματινό τους περίπατο, κατέληγαν στην περιοχή “Μύλος του Μπούσιου”, όπως και στα αναψυκτήρια του Αγίου Αχιλλείου, και του ΄΄Φόρου΄΄ στην ανατολική είσοδο, ξεδιψώντας με την κατανάλωση αναψυκτικών και απολαμβάνοντας γλυκά κουταλιού.
Το τοπίο της πόλης συνέχισε να μεταβάλεται μετά τον εξηλεκτρισμό της, αναγκάζοντας τους φανοκόρους να στραφούν σε άλλη επαγγελματική ενασχόληση. Οι κάτοικοι εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τα ζώα ως βασικό μεταφορικό μέσο, παρόλο που τα πρώτα αυτοκίνητα “Σεβρολέτ” και “Μπουίκ” έκοβαν την ανάσα και σκόνιζαν τους δρόμους μπροστά από τις πραμάτειες των καταστηματαρχών.
Και ενώ οι σινεφίλ θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τις πρώτες ταινίες βωβού κινηματογράφου έπειτα από τα εγκαίνια της αίθουσας προβολής του κινηματογράφου ΄΄Αετός΄΄, ο τοπικός ΄΄Δελαπατρίδης΄΄ Αλέκος Νταϊνάς ως ρήτορας του δρόμου αγόρευε δημοσίως και ακούραστα αναπτύσσοντας το εθνοσωτήριο πρόγραμμα του.
Σε φωτογραφικό στούντιο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, Γρεβενιώτες της διασποράς ποζάρουν, όπως φανερώνει το έντεχνο πορτραίτο της οικογένειας Χριστόδουλου Λαδά, αποπνέοντας τον κοσμοπολίτικο αέρα της ελληνικής παροικίας.
Οι κυρίαρχες αρχιτεκτονικές τάσεις, η συμπόρευση με τα ευρωπαϊκά αισθητικά ρεύματα, καθώς και η χρηστικότητα των αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών μορφών, αφήνουν τη σφραγίδα τους στη νεοελληνική πόλη του Μεσοπολέμου. Καταρτισμένοι μελετητές ανήγειραν στην πόλη αξιόλογα δημόσια και ιδιωτικά κτίσματα, όπως το διώροφο Γυμνάσιο με τις εμφανείς επιρροές της λαϊκής και βυζαντινής παράδοσης, τα ξενοδοχεία “Λονδίνο” και “Νέος Κόσμος”, τις διάσπαρτες οικίες και τα καταστήματα του ιστορικού κέντρου που πυρπολήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, καθώς και τις οικίες των οικογενειών Λάμπρου Αναγνώστου και Δημητράκη Οικονόμου, που διασώθηκαν και αποτελούν σήμερα ελάχιστο δείγμα των αρχιτεκτονικών τάσεων και των αισθητικών αναζητήσεων της εποχής τους.
Το αστικό τοπίο συνέχισε να μετασχηματίζεται με την κατεδάφιση του οθωμανικού στρατώνα στη Θέση Κισλά, της οχυρωματικής κατοικίας του Οθωμανού τοπάρχη, καθώς και των μιναρέδων, λόγω της αναγκαστικής αποχώρησης των μουσουλμάνων κατοίκων της, με αποτέλεσμα την οριστική εξαφάνιση των αρχιτεκτονικών μνημείων της Οθωμανικής περιόδου.
Έπειτα από τα θετικά αποτελέσματα της συγκέντρωσης χρημάτων από τους ομογενείς της Αμερικής, τα πρώτα μουσικά όργανα καταφθάνουν από το Μιλάνο της Ιταλίας, και θα πλαισιώσουν τη νεοιδρυθείσα φιλαρμονική του Ορφέα, όπου κατά την πρώτη, εμφάνιση της τον Αύγουστο του 1926, υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Αθανάσιου Λεώνη, εντυπωσιάζει παιανίζοντας ως πρώτο έργο της τον θούριο “Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά”. Οι νεόφερτες μονόπρακτες ευρωπαϊκές οπερέτες κερδίζουν το ενδιαφέρον του κοινού και εκτελούνται σε εορταστικές περιόδους έπειτα από πρωτοβουλία ταλαντούχων νέων μαέστρων, με αποκορύφωμα τη σύνθεση του Giuseppe Verdi «Rigoletto», λαμβάνοντας διθυραμβικά σχόλια. Η κορυφαία στιγμή ακρόασης για το φιλόμουσο κοινό επέρχεται με τη συγκρότηση της μαντολινάτας και δίνει το έναυσμα σε αρθρογράφους του τοπικού τύπου να εκφραστούν με ενθουσιασμό για την απόδοση της «Serenata» του Ιταλού συνθέτη Enrico Toselli.
Η προσέγγιση του αθλητισμού και της σωματικής άσκησης δίνει το έναυσμα στην τοπική ελίτ να υιοθετήσει και να υποστηρίξει την αθλητική δραστηριότητα, με την ίδρυση του πρώτου τοπικού Αθλητικού Συλλόγου “Αετός”. Έπειτα από την εκλαΐκευση και την ανάδειξη του αδιαφιλονίκητου πρωταγωνιστή της αθλητικής δράσης του ποδόσφαιρου, ανήσυχοι μικροαστοί αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες ίδρυσης των πρώτων ποδοσφαιρικών ομάδων του Άτλαντα και του Πυρσού, δίδοντας παράλληλα την ευκαιρία στους μεροκαματιάρηδες του φακού να απαθανατίσουν τους πρωταγωνιστές των γηπέδων.
Κατά την εμφάνιση των φασιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη, ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας θα δείξει την απανθρωπιά του μέσα από μία επαίσχυντη αντισημιτική πράξη, πυρπολώντας την εβραϊκή συνοικία Κάμπελ της Θεσσαλονίκης αφήνοντας πίσω θύματα και αποκαΐδια κατά την αυγή της τελευταίας δεκαετίας του Μεσοπολέμου. Το 1932 η πόλη των Γρεβενών, θα απουσιάζει από την επίσημη έγγραφη λογοδοσία του διοικητικού συμβουλίου των “Τριψελιτών” προς τον Σύνδεσμο Βιομηχάνων της συμπρωτεύουσας, και μπορεί να καυχηθεί περήφανα, καθώς θα είναι η μόνη ανάμεσα στις υπόλοιπες γειτονικές πόλεις, στην οποία δεν ιδρύεται παράρτημα της παραπάνω οργάνωσης, υπεύθυνη για τη πυρπόληση με την επωνυμία “Εθνική Ένωση Ελλάδας”.
Τα συλλαλητήρια διαμαρτυρίας των σωματείων για τη διακοπή των εργασιών της σιδηροδρομικής γραμμής, καθώς και υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα θα προστεθούν στη διαταραγμένη ζωή της πόλης που ξεκίνησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1920, έπειτα τη σύλληψη του δικηγόρου –πολιτευτή και εκδότη της τοπικής εφημερίδας Αγροτικός Αγών. Η εκτελεστική εξουσία καταφέρνει να θέσει υπό έλεγχο τις κοινωνικές διεκδικήσεις με την εφαρμογή του νόμου του “Ιδιωνύμου”, φυλακίζοντας τους πρώτους μυημένους κομμουνιστές της τοπικής κομματικής οργάνωσης, με την κατηγορία ότι προωθούν τη βίαιη ανατροπή της κοινωνικής τάξης. Οι συνδικαλιστικοί αγώνες και η δράση οδηγούν σε συλλήψεις και εκτοπίσεις των στελεχών της πρώτης αχτιδικής τοπικής οργάνωσης του Κ.Κ.Ε. Φαρσιρώτο, Μπίρκα, Ευθυμιάδη, και Κοντοκώτσιο, με την κατηγορία της διανομής παράνομων προκηρύξεων.
Η επάνοδος των αντιβενιζελικών στην εξουσία θα οδηγήσουν στη παλινόρθωση της Βασιλείας και στην επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, ακολουθώντας το ευρωπαϊκό φαινόμενο της εποχής των δικτατόρων. Το Μεταξικό καθεστώς θα εστιάσει στη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας μέσα από τις τοπικές οργανώσεις που φωτογραφίζονται ομαδικά πάνω σε υπερμεγέθεις κατασκευές στη πλατεία Αιμιλιανού.
Ξεχώρισα να σχολιάσω αυτή τη φωτογραφία, η οποία συγχρόνως έχει επιλεγεί να κλείνει και το παρόν φωτογραφικό λεύκωμα. Η φωτογραφία που κοσμεί ως τελευταίο ντοκουμέντο το πόνημα μου είναι μια φωτογραφία από αυτές που ξέρουν καλά να ξεγελούν. Μια οικογενειακή φωτογραφία στην οποία καταγράφεται μέσα σε εύθυμη ατμόσφαιρα η υποδοχή συγγενικού προσώπου, λίγο πριν από τη φρίκη του επερχόμενου πολέμου. Συγκεκριμένα οι οικογένειες του Βασιλείου Λαδά , Γούτσια και Πήβολου, υποδέχεται τον συγγενή τους οπλίτη Θεόδωρο Τσαμπαρδούκα στη περιοχή ΄΄Κισλά΄΄ κατά την επιστροφή του από την επιστράτευση τον Σεπτέμβριο του 1940. Η φωτογραφία που λήφθηκε κατά το τέλος μιας δεκαετίας, όπου η πόλη πόζαρε ακατάπαυστα μπροστά σε φωτογραφικές μηχανές, δεν μαρτυρά τίποτα από τα επερχόμενα χρόνια του ζόφου, της φρίκης του πολέμου και διχασμού που άλλοτε υπέβοσκε κι άλλοτε εκδηλώνονταν πιο ανοιχτά, αφήνοντας τραύματα τα οποία είναι ακόμη και σήμερα ορατά.
Εν κατακλείδι: Θα μπορούσε να ιχνηλατήσει κάποιος τις μεγάλες αναταραχές τις ιστορίας και κυρίως τα γεγονότα τα οποία μεταμόρφωσαν εντελώς το τοπίο στα άλλοτε Μεσοπολεμικά Γρεβενά, μέσα από τα φωτογραφικά καθρεφτίσματα της παρούσας έκδοσης; Και πως θα μπορούσαν να χωρέσουν όλα άλλωστε σε μια συλλογή φωτογραφιών: οι δυσκολίες και οι αντιξοότητες, οι ευκαιρίες και οι προδοσίες, το συναίσθημα και η ωμότητα, η σκόνη του επαρχιακού δρόμου και η δροσιά μιας ανοιξιάτικης μέρας, τα μεταβλητά και τα αμετάβλητα, οι ζωές που πιάστηκαν στο δίχτυ μιας φωτογραφίας, σε μια ταλάντευση ανάμεσα στο άρτιο και το άτεχνο;
Μια πόλη είναι ευνόητα κάτι σημαντικά περισσότερο από την αύρα των κατοίκων της σε ενεστώτα χρόνο. Κατοικείται από μια αόρατη συλλογική συνείδηση που εμπλουτίζεται ασταμάτητα. Μια συνείδηση τα κύτταρα της οποίας φέρουν όλα τα περασμένα βιώματα, όπως τη βουή της αγοράς, την ελπίδα του ηλεκτρισμού, το θρήνο της συμφοράς, το δάκρυ της απώλειας, τη λαχτάρα μιας καλύτερης ζωής, το ξάφνιασμα του έρωτα.
Πέρα από τα όσα πρέποντα και απρεπή έχουμε κάνει η επιτρέψει να γίνουν στη πόλη, αυτή ποζάρει ακόμη απέναντι μας ως μια αινιγματική κυρία που φέρει στωικά τον χρόνο. Αναδύεται μέσα από κάθε βλέμμα σαν να μην έχει αντικρύσει ποτέ ξανά φακό, επιμελημένα ανυποψίαστη, και κάθε φορά καινούργια.
Σας ευχαριστώ πολύ
Φωτογραφίες
3d Projection Mapping
18-19 Αυγούστου 2018,
Αρχιτεκτονική βιντεοπροβολή (3D projection mapping) διάστασης 300 τ.μ. στην πλαϊνή όψη του κτιρίου του Α΄Δημοτικού Γρεβενών.
Σηματοδοτεί την έναρξη της ευρύτερης εικαστικής-φωτογραφικής έκθεσης ‘’Στιγμιογραφίες’’ του Βαγγέλη Νικόπουλου.
Επιμέλεια έκθεσης: Τζένη Αργυρίου & Βασίλης Γεροδήμος.
Το οπτικοακουστικό περιεχόμενο της εγκατάστασης, ένα πολυδιάστατο κολάζ φωτογραφιών, ντοκουμέντων, μαρτυριών, 3D animation και μουσικότητας συνδιαλέγεται με το ίδιο το κτίριο.
Σκηνοθεσία, 2D-3D animation, Μιξάζ , 3D projection mapping: Στάθης Μήτσιος
Μουσική: Αλέξανδρος Σιδηρόπουλος
Ψηφιακή επεξεργασία φωτογραφιών και ντοκουμέντων: Στάθης Μήτσιος, Ελευθερία Καλπενίδου
Βασισμένο στην έρευνα του Βαγγέλη Νικόπουλου για το φωτογραφικό λεύκωμα "Γρεβενά 1912-1940, φωτογραφικά ντοκουμέντα και τεκμήρια"
Καταγραφή βίντεο: Ελευθερία Καλπενίδου, Θοδωρής Τσιρογιάννης (εναέριες λήψεις)
Στιγμιογραφίες
Σύλληψη, Σχεδιασμός & Επιμέλεια: Βασίλης Γεροδήμος, Τζένη Αργυρίου
Έρευνα & Συλλογή Αρχειακού Υλικού: Βαγγέλης Νικόπουλος
Κινηματογράφηση & Μοντάζ: Παναγιώτης Μπιζούρας
Sound Design: Άρης Λουζιώτης
Μουσική: Alex Sid - 'Been Here Before'
Οπτικό Υλικό Πολυμεσικών Εγκαταστάσεων: Ερατώ Τζαβάρα, Νίκος Μακρής
Αρχιτεκτονική Επιμέλεια: Κωσταντίνος Ζβες
Ειδικές Κατασκευές: Κώστας Μπαλιάμης
Ζωγραφικό Φόντο: Βασίλης Σακκής
Επιμέλεια Κειμένων: Ολγα Μαυρουδή, Νίκος Σιώκης
Παραγωγή: Βαγγέλης Νικόπουλος
Ευχαριστούμε θερμά τους κατοίκους των Γρεβενών για τη πολύτιμη συμμετοχή τους και συνεχή στήριξή τους
Επιλογές
O Διάδοχος Γεώργιος ο Β΄με τον Στρατηγό Στέφανο Γεννάδη, 1915
Φορτηγό μεταφοράς εμπορευμάτων, δεκαετία 1930
O Διάδοχος Γεώργιος ο Β΄με τον Στρατηγό Στέφανο Γεννάδη, 1915
Ο Διάδοχος Γεώργιος ο Β΄, αριστερά, με τον Στρατηγό Στέφανο Γεννάδη, απελευθερωτή της πόλης των Γρεβενών (Οκτώβριος 1912), τον υπασπιστή του Διαδόχου Κωνσταντίνο Βάσσο και έφιππους αξιωματικούς.
Ο πρίγκιπας Γεώργιος φέρει στο στήθος τις διεμβολές αναμνηστικών μεταλλίων των δύο Βαλκανικών Πολέμων, τον πολεμικό σταυρό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το διασυμμαχικό μετάλλιο «Νίκης». Ο Στρατηγός Γεννάδης φέρει στο στήθος τα μετάλλια του Α΄ και του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, καθώς επίσης και τα χαρακτηριστικά διακριτικά στο στεφάνι του πηλικίου του και στις επωμίδες του χιτωνίου του. Οι ιππείς που ακολουθούν είναι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και τα μετάλλιά τους είναι του Α΄ και του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Η φωτογράφηση πραγματοποιήθηκε από τον φωτογράφο της Αλεξανδρούπολης Αλέξανδρο Παναγιώτου κατά τη διάρκεια επίσημης τελετής στην Καβάλα το 1915.
Ο Διάδοχος Γεώργιος ήταν πρωτότοκος γιος του Βασιλιά Κωνσταντίνου (1868-1923) και της Βασίλισσας Σοφίας (1870-1932), αδελφής του Αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄. Υπηρέτησε στον στρατό ως υπασπιστής του πατέρα του, παρέμεινε στο πλευρό του κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής του με τον Βενιζέλο και τον ακολούθησε το 1917 στην εξορία, ενώ στη συνέχεια παραμερίστηκε στη σειρά διαδοχής από τον μικρότερο αδελφό του Αλέξανδρο κατόπιν απαιτήσεως της Αντάντ και του Βενιζέλου. Επέστρεψε από την εξορία το 1920 μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου και την παλινόρθωση της Βασιλείας.
Έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 και την παραίτηση του Κωνσταντίνου τον διαδέχτηκε στον θρόνο ως Βασιλεύς των Ελλήνων στις 27 Σεπτεμβρίου 1922. Μετά από ένα χρόνο αναγκάστηκε από την Επαναστατική Κυβέρνηση να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Λίγους μήνες αργότερα με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης αυτός και ολόκληρη η δυναστεία κηρύχθηκαν έκπτωτοι. Παρήλθαν έντεκα περίπου έτη εξορίας για να επανέλθει, έπειτα από το Δημοψήφισμα του 1935.
Με την επιστροφή του, ο Γεώργιος μαζί με τον Ιωάννη Μεταξά έθεσαν τις βάσεις για να προετοιμαστεί η χώρα για τον πόλεμο που ήταν προφανές ότι ερχόταν. Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα, μαζί με τα μέλη της κυβέρνησης Τσουδερού έφυγαν για την Κρήτη. Όταν καταλήφθηκε και η Κρήτη από τους Γερμανούς, αναχώρησαν για το Κάιρο. Ο Γεώργιος επέστρεψε στις 27 Σεπτεμβρίου 1946, όμως απεβίωσε αιφνίδια την 1η Απριλίου 1947 από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 57 ετών. Ετάφη στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι. Από τον γάμο του με την πριγκίπισσα της Ρουμανίας Ελισάβετ, που είχε συνάψει το 1921, δεν είχε αποκτήσει τέκνα και έτσι τον διαδέχτηκε ο αδελφός του και μέχρι τότε διάδοχος Παύλος.
Ο Στέφανος Γεννάδης ήταν Έλληνας αντιστράτηγος και γεννήθηκε στη Χίο το 1858. Έπειτα από την αποφοίτησή του από τη Σχολή Ευελπίδων κατατάχθηκε στο Μηχανικό και έλαβε μέρος στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως λοχαγός, ενώ παράλληλα συμμετείχε στην ελληνική μυστική οργάνωση Εθνική Εταιρία. Αργότερα, του ανατέθηκε η διεύθυνση του Μηχανικού.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους υπηρέτησε αρχικά με τον βαθμό του συνταγματάρχη ως διοικητής ανεξάρτητου αποσπάσματος Ευζώνων και έπειτα της 5ης Μεραρχίας, η οποία πολέμησε υπό τις διαταγές του στον Κόμανο, στη μάχη του Κιλκίς και στη Τζουμαγιά. Ο Στρατηγός Στέφανος Γεννάδης στις 15 Οκτωβρίου 1912 απελευθέρωσε την πόλη των Γρεβενών.
Στις 26 Οκτωβρίου του 1912 προάχθηκε σε υποστράτηγο και ανέλαβε διοικητής της 5ης Μεραρχίας. Με το τέλος των πολέμων ο Γεννάδης παρέμεινε διοικητής της 5ης Μεραρχίας της Δράμας και ακολούθως τοποθετήθηκε διοικητής του Δ΄ Σώματος Στρατού της Καβάλας, όπου και προήχθη σε αντιστράτηγο τον Ιούλιο του 1916.
Όταν το Ρούπελ και η Ανατολική Μακεδονία καταλήφθηκαν από τους Γερμανοβουλγάρους, το Δ΄ Σώμα Στρατού παραδόθηκε στους Γερμανούς και μεταφέρθηκε στο Γκέρλιτς της Γερμανίας, κοντά στα πολωνικά σύνορα, όπου και παρέμεινε έως τον Φεβρουάριο του 1919. Κατά την κατάληψη και παράδοση του σώματος ο ίδιος βρισκόταν στην Αθήνα, ως μέλος του συμβουλίου προαγωγών και τοποθετήσεων αξιωματικών, και παρέμεινε εκεί όλη εκείνη τη δραματική περίοδο του χειμώνα και της άνοιξης του 1917.
Με το Β.Δ. της 22ης Ιουνίου 1917 αποστρατεύθηκε και εκτοπίστηκε στη Σαντορίνη. Με το Β.Δ. της 2ας Μαΐου 1919 του αποδόθηκε χάρη και το 1920 επέστρεψε στην ενεργό υπηρεσία και ανέλαβε Αρχηγός της Χωροφυλακής και στη συνέχεια διοικητής της Ανώτερης Στρατιωτικής Διοίκησης Παλαιάς Ελλάδος. Έφθασε μέχρι τον βαθμό του αντιστρατήγου και πέθανε στην Αθήνα στις 11 Μαΐου 1922. Στην κηδεία του παρέστη ο βουλευτής Γεώργιος Μπούσιος, ενώ το Κοινοτικό Συμβούλιο Γρεβενών, υπό την προεδρεία τότε του Κωνσταντίνου Ζαρκοδήμου, αποφάσισε την ονοματοθεσία κεντρικής οδού της πόλης σε οδό Γεννάδη (Πρακτικό υπ' αριθμ. 13/29-5-1922).
Ζευγάρι στον φακό, 1925
Φωτογραφία ζεύγους, η οποία λήφθηκε από τον φωτογράφο Γεώργιο Χρυσοχόου Μαργαρίτη το 1925.
Οι πέτρινες πλάκες του εδάφους υποδηλώνουν ότι το ντοκουμέντο καταγράφηκε σε εξωτερικό χώρο, με φόντο τον συνήθη σκουρόχρωμο μπερντέ του φωτογράφου.
Η φωτογραφία του άγνωστου ζευγαριού λήφθηκε κατά τη χρονολογική περίοδο της απογείωσης της καλαισθησίας του Μεσοπολέμου. Τα ενδυματολογικά στοιχεία των φωτογραφισθέντων μάς επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι πρόκειται για ζευγάρι μικροαστών.
Ο άνδρας κάθεται σε καρέκλα, φορώντας σκουρόχρωμο κουστούμι με γιλέκο που συνοδεύεται από λευκό πουκάμισο και μαντήλι ιδίου χρώματος στο πέτο. Η γυναίκα συνοδός, που στέκεται όρθια στο πλάνο φορώντας ανοιχτόχρωμο και ανάλαφρο μακρύ φόρεμα, ανταποκρίνεται περισσότερο στις κλιματολογικές συνθήκες της εποχής που πιθανόν επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης. Το φόρεμα είναι διακοσμημένο με περίτεχνα χάντρινα κεντήματα στο μπούστο, κάτω από τη μέση, στα μανίκια και στα τελειώματά του.
Την ιδιαίτερα επιμελημένη ενδυματολογική εικόνα της συμπληρώνει το εντυπωσιακό λόγω μεγέθους σκουρόχρωμο καπέλο. Στο δεξί χέρι της κρατάει μικρή συρμάτινη τσάντα, η οποία συνδυάζεται με τα ανοιχτόχρωμα παπούτσια της. Φοράει, επίσης, διάφορα κοσμήματα, όπως σκουλαρίκια μικρού μεγέθους, χρυσή αλυσίδα που διακρίνεται κάτω από το φόρεμα και μακριά βαρύτιμη αλυσίδα στηριγμένη με καρφίτσα. Το αριστερό της χέρι κοσμείται με γυναικείο ρολόι και με εντυπωσιακό δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο.
Στην εξοχή για πικ-νικ
Με αφορμή την έλευση της άνοιξης η Ελένη Γκανέλα-Τσολάκη φωτογραφίζεται με τα απαραίτητα για πικ-νικ στην εξοχή.
Η ερασιτεχνική φωτογραφία λήφθηκε σε τοπίο ηλιόλουστο στην ύπαιθρο και για τον λόγο αυτό η εικονιζόμενη κρατά σκουρόχρωμο παρασόλι για την προστασία της από τον ήλιο.
Βουλευτής Γεώργιος Ποντίκας
Φωτογραφικό πορτρέτο του δικηγόρου και βουλευτή Γρεβενών Γεωργίου Ποντίκα.
Ο Γεώργιος Ποντίκας, καταγόμενος από την Σαμαρίνα Γρεβενών και γεννημένος στην Καρδίτσα της Θεσσαλίας το 1876, προερχόταν από αστική οικογένεια, η οποία ασχολούνταν με το εμπόριο καπνού.
Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών στην πόλη της Καρδίτσας, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε το 1907, και το 1909 διορίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας.
Tον Αύγουστο του 1908, ένα μήνα μετά την εδραίωση του κινήματος των Νεοτούρκων, κάτοικοι της περιοχής Καρδίτσας με καταγωγή από τη Σαμαρίνα και με συντονιστή τον διδάκτορα της Νομικής Γεώργιο Ποντίκα, εκδράμουν στα Γρεβενά και τη Σαμαρίνα. Ο συντάκτης της σχετικής ανταπόκρισης αναφέρει ότι έπειτα από δύο ημέρες πορείας οι εκδρομείς έφθασαν στα Γρεβενά και μέσα σε κλίμα θερμής υποδοχής, που τους επιφυλάχθηκε από τις οθωμανικές αρχές και τους Έλληνες πατριώτες στο κτίριο του Διοικητηρίου, ο Ποντίκας «ομιλώντας πατριωτικότατα καταχειροκροτήθηκε».
Κατόπιν, μετά από επιτυχημένες εξετάσεις, κατάφερε να εισέλθει στο δικαστικό σώμα και το 1911 να διοριστεί Ειρηνοδίκης Φολεγάνδρου. Έπειτα από επανειλημμένες μεταθέσεις σε διάφορα Ειρηνοδικεία μέχρι το 1915, υπέβαλλε την παραίτησή του από το δικαστικό σώμα. Την 3η Αυγούστου 1915 ορκίστηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Γρεβενών και άρχισε να ασκεί τη δικηγορία. Το επόμενο έτος παντρεύτηκε την Αθηνά Σιούλη, με την οποία απέκτησε τέσσερα τέκνα.
Τον Μάρτιο του 1919, εκφωνώντας σχετική ομιλία, πρωτοστάτησε σε πάνδημο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας που διοργανώθηκε στην πόλη των Γρεβενών με αφορμή τις ενέργειες της ρουμανικής προπαγάνδας να συμπεριληφθεί η Πίνδος στο νεοσύστατο Αλβανικό κράτος. Την ίδια ημέρα υπέγραψε και απέστειλε τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στον πρόεδρο της Αμερικής, στους πρωθυπουργούς Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας αλλά και στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το 1923 εκλέχτηκε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Γρεβενών. Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 εκλέχθηκε βουλευτής Νομού Κοζάνης, εκπροσωπώντας την επαρχία Γρεβενών με το “Λαϊκό Κόμμα”. Επανεκλέχθηκε βουλευτής στις εκλογές της 9ης Ιουνίου 1935 με το “Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα”. Το σημαντικότερο έργο του εκείνη τη βουλευτική περίοδο υπήρξε η κατασκευή της γέφυρας του Πόρου στον ποταμό Αλιάκμονα, που δόθηκε σε λειτουργία την 1η Σεπτεμβρίου 1936. Υπήρξε βασικός μάρτυρας κατηγορίας στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων στη δίκη των δοσιλόγων των Γρεβενών, που διεξήχθη στο Εφετείο Λάρισας το 1946. Το 1950 παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα. Πέθανε πλήρης ημερών στα Γρεβενά στις 28 Ιανουαρίου 1955.
Φορτηγό μεταφοράς εμπορευμάτων, δεκαετία 1930
Το φορτηγό μεταφοράς εμπορευμάτων, που εκτελούσε το δρομολόγιο Γρεβενά-Θεσσαλονίκη, φέρει στη μετώπη της καρότσας του καλαίσθητη διαφημιστική ρεκλάμα με την επιγραφή «ΝΙΚΗ», που πιθανόν ήταν και η επωνυμία της μεταφορικής εταιρίας που εκπροσωπούσε. Πλαισιώνεται από παρέα ανδρών και οπλίτη του ελληνικού στρατού, που φορά δίκοχο και χλαίνη.
Η φωτογραφία λήφθηκε στη «Μαύρη» ξύλινη γέφυρα, που βρισκόταν στην περιοχή Καστράκι έως το 1954, πάνω στον κύριο οδικό άξονα Γρεβενών-Καλαμπάκας.
Στο πίσω μέρος διακρίνεται το ανάγλυφο της περιοχής, η οποία από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 δενδροφυτεύτηκε από μαθητές και κατοίκους με πρωτοβουλία του εκπαιδευτικού Θεόδωρου Θεοδωρίδη.
Τεκμήρια
*Εικόνα φόντου: Αρχιτεκτονική πρόσοψη της οικίας Σίμου στο Βαρόσι των Γρεβενών.
Ξενοδοχείο Λονδίνο
Το ξενοδοχείο «Λονδίνο», λιθόκτιστο αστικό κτίσμα με έντονα νεοκλασικά και νεομπαρόκ στοιχεία, αποτελώντας αντιπροσωπευτικό αρχιτεκτονικό δείγμα του Αθηναϊκού Νεοκλασικισμού και μαρτυρώντας την ευρεία επιρροή που άσκησαν τα αθηναϊκά αστικά κτίσματα της εποχής του κατά τη πρώτη φάση της αστικοποίησης και του εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα, ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1928 από τον μετανάστη στην Αμερική Χαράλαμπο Στεργιάδη.
Ο Στεργιάδης γεννημένος το 1883 στο ορεινό χωριό Κυπαρίσι (Μπίσοβο) της επαρχίας Γρεβενών, ξενιτεύτηκε με τα αδέλφια του, πριν από την επερχόμενη εκπνοή της Οθωμανικής περιόδου, και κατάφεραν έπειτα από κοπιώδη εργασία να διευθύνουν μεγάλη εμπορική επιχείρηση πώλησης υποδημάτων που έφερε την επωνυμία «London».
Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920, επέστρεψε από την Αμερική στην απελευθερωμένη πια πόλη και επένδυσε τα χρήματα που έχει αποκομίσει από την εμπορική του δραστηριότητα, αγοράζοντας ως επί το πλείστον οικόπεδα εντός της αστικής ζώνης και αγρούς, σκεπτόμενος αρχικά και την ανέγερση ξενοδοχείου στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Η ανέγερση στην παραπάνω πόλη ματαιώθηκε, έπειτα από τη γνωριμία του με την Αναστασία Κλεισιάρη, με την οποία προχώρησε μαζί της σε δεύτερο γάμο και απέκτησαν τρία τέκνα, έχοντας ήδη άλλα τρία παιδιά από τον πρώτο του γάμο. Διαμένοντας μόνιμα στα Γρεβενά και υλοποιώντας την αρχική του επιχειρηματική επιθυμία, ανήγειρε ξενοδοχείο σε κεντρικό σημείο της πόλης.
Μέχρι τότε τις διανυκτερεύσεις των πελατών-επισκεπτών αναλάμβαναν, μετά την παύση λειτουργίας του ξενοδοχείου του Ι. Σιώζου «Πατρίς», τα πανδοχεία και τα χάνια της πόλης, ενώ από το 1926 είχε ήδη ανεγερθεί και ξεκινήσει τη λειτουργία του το ξενοδοχείο «Νέος Κόσμος», ιδιοκτησίας Σπύρου Παπαδόπουλου, που ανήκε στην κατηγορία Α΄ τάξης και ήταν χτισμένο στην οδό Κοζάνης (νυν Μεγάλου Αλεξάνδρου) με τα χαρακτηριστικά δείγματα «λαϊκού νεοκλασικισμού», όπως αυτός είχε διαδοθεί σε πολλά αστικά κέντρα της περιφέρειας.
Το 1928 ο Στεργιάδης ξεκίνησε τη θεμελίωση του νεοκλασικού κτίσματος του μεσοπολέμου, το οποίο ενσωματώνει οργανικά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν την εικόνα του νέου αρχιτεκτονικού προτύπου. Δομικά είναι λιθόκτιστο (παρουσιάζει λιθοδομή στη βάση του) και εύλογα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στο σώμα της τοιχοποιίας (κατακόρυφα φέροντα στοιχεία) αναπτύσσονται ζώνες από οπτόπλινθους (τούβλα), οι οποίες εξασφαλίζουν με την παρουσία τους τον ορθό εφελκυσμό των δομικών στοιχείων.
Όσον αφορά στα οριζόντια φέροντα στοιχεία (πατώματα), αυτά κατά τεκμήριο είναι κατασκευασμένα από ξύλινες δοκούς με ενδιάμεσο μονωτικό υλικό το χώμα. Τέλος, αναφορικά με την επιστέγαση, αυτή κατά τη συνήθη κατασκευαστική λογική διαμορφωνόταν με ξύλινη στέγη κατά το πρότυπο του ξύλινου φορέα με επάλληλα ζευκτά.
Στην τυπολογική του οργάνωση το «Λονδίνο» συμβαδίζει προφανώς με την οργανωτική δομή που απαντάται σε όλα τα κτίσματα της εποχής ανεξαρτήτως χρήσεως (είτε δηλαδή πρόκειται για κατοικίες είτε για δημόσια κτήρια). Αυτή η οργανωτική δομή χαρακτηρίζεται από τον κεντρικό επιμήκη προθάλαμο και την εκατέρωθεν παράταξη των εσωτερικών χώρων (δωμάτια). Με άλλα λόγια η κάτοψη του κτίσματος είναι τριμερής (χώροι αριστερά-προθάλαμος-χώροι δεξιά). Η κυκλοφορία εντός του κτηρίου εξυπηρετείται με τη χρήση κλιμακοστασίου που κατασκευάζεται κατά τα πρότυπα κεντρικά.
Η όψη του «Λονδίνου» αφενός είναι συμμετρικά οργανωμένη ως προς κεντρικό κατακόρυφο άξονα και αφετέρου εμφανίζει οριζόντιο διαχωρισμό (εν προκειμένω τα γείσα λειτουργούν ως διακριτικά όρια των μεταξύ των ορόφων), ο οποίος τη διαχωρίζει διακριτά σε τρία τμήματα –τη βάση, τον κορμό και τη στέψη–, με τις δύο ενότητες του κορμού (α΄ και β΄ όροφοι) να παρουσιάζονται ισοϋψείς και συμμετρικές. Περαιτέρω τα ανοίγματα, καθώς και όλα τα στοιχεία της όψης, τηρούν τον κανόνα της αξονικότητας, σύμφωνα με τον οποίο ό,τι εμφανίζεται στην όψη κατανέμεται κατόπιν υπολογισμού με βάση κατακόρυφους και οριζόντιους άξονες. Ως επακόλουθο των παραπάνω, τα ανοίγματα στοιχίζονται σε κατακόρυφους άξονες, παρουσιάζουν συμμετρία ως προς αυτούς, ενώ το όλον, όπως αυτό αποτυπώνεται στην εικόνα της όψης, είναι το αποτέλεσμα της επανάληψης του μέρους, όπου ως μέρος ορίζουμε την ενότητα που περιλαμβάνει άνοιγμα, εξώστη με μεταλλικό κιγκλίδωμα και περιστοιχίζεται από τα κατακόρυφα στοιχεία που εμφανίζονται να έχουν μορφή υποστυλώματος. Ως προς τα ανοίγματα, αυτά όπως εμφανίζονται έχουν γεωμετρικά υαλοστάσια και λιτά διακοσμητικά στοιχεία στην επάνω πλευρά τους.
Εν γένει, ο διάκοσμος του κτηρίου είναι λιτός, απηχώντας την αφαιρετικότητα που διέπει το ύφος όλων των κτηρίων του είδους των νεοκλασικών αναφοράς, γεγονός που βρίσκει επιβεβαίωση στην κορνίζα που διακοσμεί το αέτωμα, καθώς και στα γεωμετρικά μοτίβα στα τμήματα εκ δεξιών και εξ αριστερών αυτής. Στο πάνω τμήμα της όψης διακρίνεται το στέμμα της, κεντρικά του οποίου υπάρχει το αέτωμα. Το στέμμα αυτό προεξέχει από την όψη και λειτουργεί σαν οπτικό εμπόδιο, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλει την παρουσία του στον χώρο. Θεωρείται ένα από τα πιο διακριτά χαρακτηριστικά της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Ο διάκοσμος του χαρακτηρίζεται από μια λιτή πλαστικότητα που σμιλεύεται από γεωμετρικά μοτίβα.
Στο ξενοδοχείο, έπειτα από το πέρας των εργασιών ανέγερσης, δόθηκε η ονομασία «Λονδίνο», εξ αφορμής των ενθυμήσεων του ιδιοκτήτη από την περίοδο της επαγγελματικής του δραστηριοποίησης στη Βοστώνη της Αμερικής.
Οι διαφημιστικές ρεκλάμες, που δημοσιεύονταν στον δυτικομακεδονικό τύπο κατά την πρώτη περίοδο λειτουργίας του ξενοδοχείου, ανέφεραν χαρακτηριστικά ότι το «εν Γρεβενοίς Ξενοδοχείο» διέθετε «δωμάτια ευήλια, ευάερα, πλουσίως επιπλωμένα». Η διαφημιστική καταχώριση συμπλήρωνε επιπρόσθετα ότι η διεύθυνση και το υπηρετικό προσωπικό παρείχαν στους πελάτες καθαριότητα, περιποίηση, προθυμία και άνεση. Σε αντίστοιχη διαφημιστική καταχώριση τονιζόταν ότι το κτίριο ήταν «καινουργές» με «επίπλωσιν πλουσιωτάτην», η περιποίηση «άμεμπτος», η υπηρεσία «προθυμωτάτη» και οι «τιμαί λογικαί» και παράλληλα ότι αποτελούσε το στόλισμα των Γρεβενών.
Σε κάθε όροφο του ξενοδοχείου υπήρχαν έξι δωμάτια, μεταξύ αυτών ένα μονόκλινο, τα οποία για τις ημέρες του χειμώνα θερμαίνονταν από μαγκάλι και προσέφεραν για την υγιεινή των πελατών ζεστό νερό μέσα σε πορσελάνινες κανάτες και λεκάνες. Τα δωμάτια της νότιας πλευράς του ξενοδοχείου διέθεταν μπαλκόνια μεγαλύτερης επιφάνειας σε σύγκριση με τα μπαλκόνια των δωματίων της πρόσοψης, περιλαμβάνοντας μέσα στο οπτικό τους πεδίο τον πύργο του κεντρικού ρολογιού, τις νότιες συνοικίες της πόλης με τον Γρεβενίτη ποταμό και την απέραντη θέα προς την βόρειο Πίνδο.
Τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του στο ξενοδοχείο διέμεινε, με αφορμή το ταξίδι της στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, η Βρετανίδα ανθρωπολόγος και περιηγήτρια Margaret Hasluck και από μπαλκόνι των δωματίων της νότιας πλευράς κατέγραψε φωτογραφικά τον τότε ανακαινισμένο πύργο του ρολογιού με τα διάσπαρτα γειτνιάζοντα κτίσματα, την άφιξη των κατοίκων της επαρχίας, καθώς και το πλήθος των ημιόνων που αναπαύονταν στον περιβάλλοντα χώρο.
Τα δωμάτια του ξενοδοχείου παραχωρούνταν κατόπιν ειδικής συμφωνίας με πληρωμή ανά μήνα και σε πελάτες που διέμεναν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην πόλη, όπως στον γυμνασιάρχη Σπύρο Καλαμπόκα, ο οποίος διέμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη Μεταξική περίοδο.
Στην πρόσθια όψη του οικοδομήματος, κατά τη διάρκεια της κατοχής και μετά το τέλος του εμφυλίου, η κεντρική είσοδος που οδηγούσε στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, πλαισιωνόταν από ενοικιαζόμενα καταστήματα, ένα εμποροραφείο, ένα υποδηματοποιείο, το πολιτικό γραφείο του βουλευτή του Λαϊκού κόμματος Αλέξανδρου Λαδά καθώς και το δικηγορικό γραφείο του Κώστα Στεργιάδη, γιου του ιδιοκτήτη.
Η παραπάνω πλευρά του κτίσματος γειτνίαζε με την κεντρική οδό, η οποία, όπως και οι υπόλοιποι δρόμοι της πόλης, κατά τη μεσοπολεμική περίοδο βρισκόταν σε οικτρή κατάσταση. Τις βροχερές ημέρες του φθινοπώρου και του χειμώνα, λόγω της χωμάτινης επικάλυψης των δρόμων, δημιουργούσαν προβλήματα πρόσβασης στις μετακινήσεις των πολιτών.
Η παραπάνω εικόνα καταγράφεται σε ένα άρθρο με τίτλο «Εντυπώσεις από τα Γρεβενά», όπου με πολύ γλαφυρό ύφος ο διευθυντής της εφημερίδας «Βόρειος Ελλάς» Σταύρος Θεοδοσιάδης μας μεταφέρει τις εντυπώσεις του έπειτα από την επίσκεψή του στην πόλη το 1934: «Γρεβενά! Τι θα πη Γρεβενά εν καιρώ χειμώνος και βροχή; Θα πη: λασπούπολις. Λάσπαις… σ΄΄ολους τους δρόμους. Χωρίς ελιγμόν στρατηγικόν… δεν μπορείτε να πλησιάσετε στο Λονδίνον του φίλου κ. Χαραλ. Στεργιάδη. Βρέχει λοιπόν στο Λονδίνον των Γρεβενών, και όμως ένα μειδίαμα του κ. Διευθυντού του Ξενοδοχείου μας αναγκάζει να μπούμε στο λασπώδες έλος, ως τον αστράγαλο…. δια να απολαύσωμεν το ταχύτερον τα Χαραλάμπειον μειδίαμα…».
Σε παράπλευρο χώρο του ξενοδοχείου, ιδιοκτησίας του Στεργιάδη, στεγάζονταν η εμπορική επιχείρηση του Παντελή Τζώνου από τη Σιάτιστα, ο οποίος είχε μετακομίσει στα Γρεβενά και ασκούσε το επάγγελμα του τυπογράφου διατηρώντας παράλληλα και χαρτοπωλείο από το 1926.
Ο Τζώνος μετέφερε την επιχείρηση του στο παραπάνω χώρο πιθανόν μετά τον Αύγουστο του 1935, διότι τότε έληξε το τριετές συμβόλαιο ενοικίασης του τυπογραφείου του, το οποίο στεγαζόταν σε επαγγελματικό χώρο στην πλατεία Αιμιλιανού, ιδιοκτησίας Αλεξίου Παπαλεξίου. Στον καινούργιο επαγγελματικό χώρο μετέφερε και τη διεύθυνση της εφημερίδας του «Φωνή Δυτικής Μακεδονίας», που έχει ξεκινήσει την έκδοσή της από τον Οκτώβριο του 1932 με την υπ’ αριθμ. 16.584 απόφαση της Νομαρχίας Κοζάνης και έπειτα από την παύση έκδοσης της εφημερίδας «Αγροτικός Αγών» του Αθανάσιου Φείδα το έτος εκείνο.
Το καλοκαίρι του 1940 και ενώ τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν, ο γιος του ιδιοκτήτη Κώστας Στεργιάδης επιστρατεύτηκε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στη Σύρο. Με την κήρυξη του πολέμου πολέμησε στην πρώτη γραμμή, τραυματίστηκε κατά την εαρινή επίθεση του 1941 και επέστρεψε μετά την αποκατάσταση της υγείας του ως ήρωας του μετώπου, αντικρίζοντας στην πόλη τις ήδη εγκατεστημένες ιταλικές δυνάμεις κατοχής.
Το ξενοδοχείο της οικογένειας είχε ήδη επιταχθεί από τις ιταλικές αρχές κατοχής, οι οποίες προχώρησαν στην αλλαγή της επωνυμίας του από «Λονδίνο» σε «Ρώμη» και αντικατέστησαν την παλαιά ταμπέλα, η οποία κοσμούσε το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου πάνω από την κεντρική είσοδο και διασώθηκε, καθώς φυλάχτηκε από τη σύζυγο του ιδιοκτήτη. Η εύρυθμη λειτουργία του ξενοδοχείου το καλοκαίρι του 1942 είχε διαταραχθεί και ο ιδιοκτήτης αναγκάστηκε να απευθυνθεί στη διοικούσα επιτροπή της κοινότητας για την είσπραξη χρηματικού ποσού παραχώρησης δωματίου κατόπιν εντολής της ιταλικής αστυνομίας. Συγκεκριμένα, αιτήθηκε να αποζημιωθεί για τη διάθεση ενός δωματίου στην Ιταλίδα υπήκοο Αιμιλία Αλπίνο για χρονικό διάστημα δεκαέξι ημερών και εισέπραξε έπειτα από έγκριση της παραπάνω επιτροπής το ποσό των 1.920 δραχμών.
Ο γιος του ιδιοκτήτη, «χαρακτηρισμένος» ως ήρωας πολέμου και έχοντας στεγάσει το δικηγορικό του γραφείο σε κατάστημα παραπλεύρως του ξενοδοχείου, υποχρεούνταν μαζί με άλλους αξιωματικούς του μετώπου να προβαίνει σε καθημερινή υποχρεωτική παρουσία στην τοπική Ιταλική Καραμπινερία, με άμεσο επακόλουθο της ανυπόφορης εκείνης κατάστασης να φύγει από την πόλη, να μεταβεί στον Πεντάλοφο Βοΐου, όπου βρισκόταν εγκατεστημένο το στρατηγείο του ΕΛΑΣ, και να καταταγεί στις τάξεις του.
Πριν τη λήξη της Ιταλικής κατοχής και την απελευθέρωση της περιοχής στο ξενοδοχείο μεταφέρθηκε το Ρουμανικό Λύκειο, το οποίο αφού λειτούργησε στον χώρο για μικρό χρονικό διάστημα, στη συνέχεια διέκοψε βίαια και απότομα τη λειτουργία του και οι μαθητές και οι καθηγητές του σχολείου ακολούθησαν την αποχώρηση των εγκλωβισμένων Ιταλικών στρατευμάτων και των οπαδών της αυτονομιστικής κίνησης της Ρουμανικής Λεγεώνας στη Θεσσαλονίκη το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου 1943, έπειτα από τη νικηφόρα μάχη των ανταρτικών δυνάμεων στον Φαρδύκαμπο.
Στη συνέχεια στο ξενοδοχείο εγκαταστάθηκε η ηγεσία του πολιτικού σκέλους του ΕΛΑΣ, καταλαμβάνοντας και τον επαγγελματικό χώρο όπου κατά την προπολεμική περίοδο στεγαζόταν το τυπογραφείο και η εφημερίδα του Παντελή Τζώνου. Ο χώρος του τυπογραφείου είχε λεηλατηθεί ήδη κατά τη περίοδο παραμονής των Ιταλικών δυνάμεων κατοχής στην πόλη. Μετά την απελευθέρωση, τον Μάρτιο του 1943, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υφάρπαξαν την εκτυπωτική μηχανή και το τυπογραφική υλικό, τα οποία μεταφέρθηκαν στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ στον Πεντάλοφο για τις ανάγκες του απελευθερωτικού στρατού. Κατόπιν στον χώρο του τυπογραφείου, που είχε ήδη εγκαταλειφθεί, στεγάστηκε η έδρα του λαϊκού δικαστηρίου του ΕΛΑΣ, με υπεύθυνο ανακρίσεων τον λαϊκό επίτροπο του ΕΑΜ Μιχάλη Παυλίδη.
Στις 6 Ιουνίου 1944, η πόλις βομβαρδίστηκε από τη Γερμανική αεροπορία με αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης Junkers Ju 87, γνωστά ως Στούκας, με αποτέλεσμα έξω από το ξενοδοχείο να σκοτωθεί ο ιδιοκτήτης της ιδιωτικής ηλεκτρικής εταιρίας Σοφοκλής Κυπριτζής, να επιζήσει από τύχη η μικρότερη κόρη του ιδιοκτήτη Έλλη και να πάθουν τεράστιες ζημιές τρία από τα εμπορικά καταστήματα που στεγάζονταν στα παράπλευρα κτίσματα του ξενοδοχείου.
Στις 25 Ιουλίου 1944, ημέρα πυρπόλησης των εμπορικών καταστημάτων αλλά και των δημοσίων και ιδιωτικών κτισμάτων από τα Γερμανικά στρατεύματα του 8ου τεθωρακισμένου συντάγματος αστυνομίας Γρεναδιέρων της 4ης μεραρχίας των SS, υπό τις διαταγές του αντισυνταγματάρχη Helmout Derner, το ξενοδοχείο δεν πυρπολήθηκε.
Αυτό αποφεύχθηκε, λόγω της μόνιμης παρουσίας της συζύγου του ιδιοκτήτη, της μικρότερης κόρης της και του πατέρα της, η οποία με την ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα της, την επιμονή και την πειθώ της κατάφερε να αναστείλει τα σχέδια των Γερμανών κατακτητών και να διασώσει την ακίνητη περιουσία της οικογένειας, αποτρέποντας το καταστροφικό έργο της φωτιάς που κατέκαιε τα γειτονικά κτίσματα, βρέχοντας κουρελούδες μέσα σε καζάνια με νερό και ποτίζοντας τους τοίχους για την αποφυγή μετάδοσης της πύρινης λαίλαπας.
Κατά την περίοδο της ΕΑΜοκρατίας σε παράπλευρο του ξενοδοχείου χώρο διεξάγονταν τα λαϊκά δικαστήρια.
Έπειτα από την απελευθέρωση, τα αιματηρά γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα και την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945, η ηγεσία του ΕΑΜ εκδιώχθηκε από το ξενοδοχείο και τους βοηθητικούς χώρους και τα καταστήματα που είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια του γερμανικού βομβαρδισμού, επισκευάστηκαν από τον ιδιοκτήτη.
Στη συνέχεια το ξενοδοχείο επιτάχθηκε και πάλι, αυτή τη φορά από το Ελληνικό κράτος και για λογαριασμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Στον 2ο όροφο στέγασε τις υπηρεσίες του Πρωτοδικείου και Ειρηνοδικείου και στον 1ο όροφο οι υπηρεσίες της Εισαγγελίας και του Πταισματοδικείου με υποτυπώδες ενοίκιο. Στα καταστήματα του ισογείου είχε την έδρα της η Εθνοφυλακή και εκεί όπου διεξάγονταν τα λαϊκά δικαστήρια, γίνονταν πλέον τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια.
Στο κυρίως κτίσμα του πρώην ξενοδοχείου οι δικαστικές αρχές παρέμειναν έως την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών, οπότε μεταφέρθηκαν σε νέο χώρο, και στα παράπλευρα καταστήματα του ξενοδοχείου στεγάστηκαν εμπορικές επιχειρήσεις έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, που ανεγέρθηκαν πενταόροφες οικοδομές μέσα από τη λογική της αντιπαροχής και του μπετόν.
Το ξενοδοχείο, ευρισκόμενο σε κεντρικό σημείο της πόλης (απέναντι από το σημερινό μνημείο Ηρώων της Χωροφυλακής), αποτέλεσε σημείο αναφοράς, εκφράζοντας έντονα το κλίμα της εποχής του, εξυπηρετώντας πλήρως τον σκοπό για τον οποίο χτίστηκε και συντελώντας στην αναβάθμιση ολόκληρης της γύρω περιοχής.
Συμπερασματικά, μπορούμε να φανταστούμε το «Λονδίνο» ως ένα κόσμημα της πόλης των Γρεβενών και ένα κτίσμα αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή κατά την εποχή του Μεσοπολέμου. Μπορούμε ακόμη να το φανταστούμε ως ένα κτήριο που υπερέβαινε κατά πολύ το πλαίσιο της λειτουργίας για την οποία προοριζόταν, να στεγάζει δηλαδή ταξιδιώτες, εμπόρους, επισκέπτες – ανθρώπους που βρέθηκαν στην πόλη για δουλειές ή αναψυχή. Μπορούμε να το φανταστούμε να εκπληρώνει και πολλές άλλες ακόμα έμμεσες καθημερινές λειτουργίες με την παρουσία του, να λειτουργεί ως σημείο συνάντησης, ως σημείο ραντεβού, ως το τέρμα ή η αρχή μιας περιδιάβασης, ως το φόντο ασπρόμαυρων φωτογραφιών, ως στοιχείο ταυτότητας.
Ταυτότητα Έκδοσης
Το βιβλίο ΓΡΕΒΕΝΑ, 1912-1940 Φωτογραφικά Ντοκουμέντα & Τεκμήρια, επιμελήθηκε ο Βαγγέλης Νικόπουλος και σχεδίασε η Red Creative. Η εκτύπωση έγινε στο τυπογραφείο του Γιώργου Σκορδόπουλου σε χαρτί Tatami White 135 γρ. σε 500 αντίτυπα. Βιβλιοδετήθηκε από τον Ιωακείμ Τρικαλιάρη στην Θεσσαλονίκη τον Ιούλιο 2018.
Μπορείτε να προμηθευτείτε το λεύκωμα με αντικαταβολή στην τιμή των 60 ευρώ, καλώντας στο 6977475144 ή στέλνοντας ένα μήνυμα με την παρακάτω φόρμα επικοινωνίας.